-
1 θρηνητικός
θρηνητικός, zum Wehklagen geneigt; Arist. Eth. 9, 11; αὐλός, αὔλημα, Poll. 4, 73. 75; τὸ ϑρηνητικόν, das Klägliche, Plut. Symp. 1, 5, 2. – Adv., Poll. 6, 202.
-
2 θρηνητικος
-
3 θρηνητικός
θρηνητικόςinclined to lament: masc nom sg -
4 θρηνητικός
θρηνητικός, zum Wehklagen geneigt; τὸ ϑρηνητικόν, das Klägliche -
5 θρηνητικός
η, ό[ν] скорбный, жалобный, печальный; траурный;θρηνητικό άσμα — печальная песня
-
6 θρηνητικός
2 of or for a dirge, αὔλημα, μόναυλος, Poll.4.73,75; τὸ θ. matter for lament, Plu. 2.623a. Adv.- κῶς Poll.6.202
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θρηνητικός
-
7 θρηνητικά
θρηνητικόςinclined to lament: neut nom /voc /acc plθρηνητικά̱, θρηνητικόςinclined to lament: fem nom /voc /acc dualθρηνητικά̱, θρηνητικόςinclined to lament: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
8 θρηνητικόν
θρηνητικόςinclined to lament: masc acc sgθρηνητικόςinclined to lament: neut nom /voc /acc sg -
9 θρηνητικοί
θρηνητικόςinclined to lament: masc nom /voc pl -
10 θρηνητικούς
θρηνητικόςinclined to lament: masc acc pl -
11 θρηνητική
θρηνητικόςinclined to lament: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
12 θρηνητικήν
θρηνητικόςinclined to lament: fem acc sg (attic epic ionic) -
13 θρηνητικών
θρηνητικόςinclined to lament: fem gen plθρηνητικόςinclined to lament: masc /neut gen pl -
14 θρηνητικῶν
θρηνητικόςinclined to lament: fem gen plθρηνητικόςinclined to lament: masc /neut gen pl -
15 θρηνητική
-
16 θρηνητικῇ
-
17 θρηνητικής
-
18 θρηνητικῆς
-
19 θρηνητικοίς
-
20 θρηνητικοῖς
- 1
- 2
См. также в других словарях:
θρηνητικός — inclined to lament masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρηνητικός — ή, ό (ΑΜ θρηνητικός, ή, όν) [θρηνητής] 1. επιρρεπής στον θρήνο, αυτός που ανακουφίζεται με τον θρήνο 2. πένθιμος, θλιβερός, λυπητερός αρχ. 1. κατάλληλος για θρήνο 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θρηνητικόν αιτία για θρήνο. επίρρ... θρηνητικώς και ά (ΑΜ… … Dictionary of Greek
θρηνητικός — ή, ό επίρρ. ά 1. κλαψιάρης, αυτός που γίνεται ή μοιάζει με θρήνο: Θρηνητική κραυγή. 2. λυπητερός, πένθιμος: Θρηνητικά άσματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θρηνητικά — θρηνητικός inclined to lament neut nom/voc/acc pl θρηνητικά̱ , θρηνητικός inclined to lament fem nom/voc/acc dual θρηνητικά̱ , θρηνητικός inclined to lament fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρηνητικῶν — θρηνητικός inclined to lament fem gen pl θρηνητικός inclined to lament masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρηνητικόν — θρηνητικός inclined to lament masc acc sg θρηνητικός inclined to lament neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρηνητικοῖς — θρηνητικός inclined to lament masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρηνητικοί — θρηνητικός inclined to lament masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρηνητικοῦ — θρηνητικός inclined to lament masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρηνητικούς — θρηνητικός inclined to lament masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρηνητικῆς — θρηνητικός inclined to lament fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)