Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

θρέμμα

См. также в других словарях:

  • θρέμμα — nursling neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρέμμα — το (ΑΜ θρέμμα) [τρέφω] 1. ό,τι έθρεψε ή ό,τι τρέφει κάποιος, το ανάθρεμμα, το βρέφος ή το παιδί 2. (και στον πληθ.) τα θρέμματα τα ζώα που τρέφονται από τον άνθρωπο, τα βοσκήματα νεοελλ. μσν. φρ. «γέννημα και θρέμμα» αυτόχθονος κάτοικος μσν.… …   Dictionary of Greek

  • θρέμμα — το, ατος 1. ό,τι τρέφει ή έθρεψε κάποιος. 2. φρ., «Eίμαι γέννημα θρέμμα Αθηναίος», γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αθήνα. 3. στον πληθ., θρέμματα ζώα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θρέμμ' — θρέμμα , θρέμμα nursling neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρεμμάτεσσι — θρέμμα nursling neut dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρεμμάτων — θρέμμα nursling neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρέμμασι — θρέμμα nursling neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρέμμασιν — θρέμμα nursling neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρέμματα — θρέμμα nursling neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρέμματι — θρέμμα nursling neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρέμματος — θρέμμα nursling neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»