-
21 ἀνάθρεμμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνάθρεμμα
-
22 ἄπλατος
A unapproachable, always with a notion of terrible, monstrous, Hes.Op. 148, Th. 151;ἄ. πῦρ Pi.P.1.21
(whence it must be restored for ἀπλήστου in A.Pr. 373); ὀφίων κεφαλαί, Τυφών, Pi.P.12.9,Fr.93;Ἔχιδνα B.5.62
, cf. 12.51; ; (lyr.); .—In many places ἄπλαστος is a v.l., Id.Aj. 256, E.Med. 151 (lyr.); cf. ἄπληστος.2 = ἄπλετος, κυψέλη Com.Adesp.620;ἄπλατοι ὅσοι Phld.Rh.1.3S.
, al.;γάλα Diog.Oen. 39
, cf. Epicur.Nat.11.154.14, Phld.Oec.p.41 J., Porph.Abst.1.55; cf. ἄπλητος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄπλατος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
θρέμμα — nursling neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρέμμα — το (ΑΜ θρέμμα) [τρέφω] 1. ό,τι έθρεψε ή ό,τι τρέφει κάποιος, το ανάθρεμμα, το βρέφος ή το παιδί 2. (και στον πληθ.) τα θρέμματα τα ζώα που τρέφονται από τον άνθρωπο, τα βοσκήματα νεοελλ. μσν. φρ. «γέννημα και θρέμμα» αυτόχθονος κάτοικος μσν.… … Dictionary of Greek
θρέμμα — το, ατος 1. ό,τι τρέφει ή έθρεψε κάποιος. 2. φρ., «Eίμαι γέννημα θρέμμα Αθηναίος», γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αθήνα. 3. στον πληθ., θρέμματα ζώα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θρέμμ' — θρέμμα , θρέμμα nursling neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρεμμάτεσσι — θρέμμα nursling neut dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρεμμάτων — θρέμμα nursling neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρέμμασι — θρέμμα nursling neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρέμμασιν — θρέμμα nursling neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρέμματα — θρέμμα nursling neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρέμματι — θρέμμα nursling neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρέμματος — θρέμμα nursling neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)