Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

θράττω

См. также в других словарях:

  • θράττω — (Α) (αττ. τ.) βλ. θράσσω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αττ. τ. του θράσσω*] …   Dictionary of Greek

  • θράσσω — και αττ. τ. θράττω (Α) 1. συγχέω, ανησυχώ, ενοχλώ 2. καταστρέφω, αφανίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < *θρᾱχ jω, με παρακμ. τέτρη χα (πρβλ. τέ θνη κα) και αόρ. θράξαι, εθράχθη κατά το πράσσω πράξαι. Η λ. είναι άγνωστης ετυμολ. και αντ αυτής χρησιμοποιείται στον …   Dictionary of Greek

  • καταθράττω — (Α) συντρίβω, καταστρέφω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + θράττω «καταστρέφω»] …   Dictionary of Greek

  • συνθράττω — και συνθράσσω Μ καταστρέφω κάτι εντελώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + θράττω «συγχέω, καταστρέφω»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»