-
1 θορυβώ
θορυβέωmake a noise: pres subj act 1st sg (attic epic doric)θορυβέωmake a noise: pres ind act 1st sg (attic epic doric) -
2 θορυβῶ
θορυβέωmake a noise: pres subj act 1st sg (attic epic doric)θορυβέωmake a noise: pres ind act 1st sg (attic epic doric) -
3 θορύβω
-
4 θορύβῳ
-
5 θορύβωι
θορύβῳ, θόρυβοςnoise: masc dat sg -
6 δείξω
δείξω, (for δε-δϝοψ-α) [ per.] 1st sg. [tense] pf. in [tense] pres. sense, Il.14.44, Od.5.300 ( δείδιτε should prob. be restored for δείδετε in AP9.147 (Antag.)): [tense] fut.Aδείσομαι Il.15.299
, etc.; laterδείσω Q.S.4.36
, etc.: [tense] aor. ἔδεισα, in Hom. ἔδδεισα (i.e. ἔδϝεισα, cf. ὑποδδείσας, = ὑποδϝείσας): [tense] aor. 2δίον Il.22.251
(v. infr. 7), [ per.] 3sg.δίε 5.566
; [tense] pf. δέδοικα, ας, ε, (in [tense] pres. sense), freq. in sg., Thgn.39, A.Pers. 751, Ar.Eq.38, etc.; rare in pl.,δεδοίκαμεν Men.534.11
, Luc.Charid.24, ; [dialect] Ep. δείδοικα (i.e. δε-δϝ-) Il.1.555, al.; subj.δεδοίκωσι Hp.Art.37
; inf.δεδοικέναι E.Supp. 548
, Ar.V. 1091, Pl.Ax. 372, etc.; part.- κώς Anacr.43
, Ar. Pax 607, Hdt.1.107, etc.: [tense] plpf. in [tense] impf. sense, Ar. Pl. 684, Pl.R. 472a, etc.; [ per.] 3pl.- οίκεσαν Th.4.27
, X.An.3.5.18 :— also (lyr.), S.OC 1469 (lyr.), commonly used in Prose, D.14.4, Luc.Prom.Es5, etc.; , Men.223.13; pl. δέδιμεν, δέδιτε, Th.3.53,56, 4.126, etc.; , Pl.Ap. 29a, etc. (once in Hom., Il.24.663); [dialect] Ep. δείδια ib.13.49, al., [ per.] 3sg.δείδιε Od.16.306
; pl.δείδῐμεν Il.9.230
, etc.; δείδῐτε APl.c. (v. supr.); imper. , V. 273, [dialect] Ep.δείδῐθι Il.5.827
, etc.; later ( δείδιχθι cod. opt.),δέδῑθι Babr.75.2
codd.; subj.δεδίη X.Ath.1.11
;δεδίωσι Isoc.4.156
, etc.; inf.δεδιέναι Th. 1.136
, Pl.Phd. 88b, etc., [dialect] Ep. δειδίμεν (to be distd. from [ per.] 1pl. indic. δείδιμεν) Od.9.274, 10.381; part. , Pl.. 448, Th.6.24, etc., fem. δεδιυῖα prob. in Pl.Phdr. 254e, [dialect] Ep. acc. δειδιότα, pl. -ιότες, -ιότων, -ιότας, Il.6.137, etc.: [tense] plpf. ἐδεδίειν, εις, ει, Hyp.Lyc.6, D.34.27, etc.; [dialect] Ep. [ per.] 3sg.δείδιε Il.18.34
; [ per.] 3pl.ἐδεδίεσαν Th.4.55
codd., X. An.5.7.36, ; [dialect] Ep. [ per.] 1pl.ἐδείδιμεν Il.6.99
, [ per.] 3pl.ἐδείδισαν 5.790
, al.,δείδισαν 15.652
(hence in late [dialect] Ep., [tense] impf. ἐδείδιου, -ιες, -ιε, Q.S.10.450, Nonn.D.2.608, 35.30):—in Prose the shorter forms are generally preferred:—fear, distd. from φοβέομαι (v. δέος): Construct.:1 abs., Hom., etc.2 folld. by a Prep., δ. περί τινι to be alarmed, anxious about.., Il.17.242, 5.566, etc.; (lyr.);τῆς τυραννίδος πέρι E.Supp. 446
;ὑπέρ τινος Th.1.74
;δ. ἐκ τῶν ὕπνων Plb.5.52.13
;θορύβῳ Plu.Dem.9
.3 folld. by a relat. clause, mostly with μή.., and folld. by subj., Il.1.555, etc.; rarely by indic.,δείδω μὴ.. νημερτέα εἶπεν Od.5.300
; , cf. OT 767, Th.6.88; δέδοιχ' ὅπως μὴ.. ἀναρρήξει κακά, = δέδοικα μή.., S.OT 1074, cf. D.8.53, 9.75, Ar.Eq. 112;μὴ δείσῃς ποθ' ὡς.. ὄψεται S.El. 1309
; δ. μὴ οὐ, folld. by subj.,δέδιμεν μὴ οὐ βέβαιοι ἦτε Th.3.57
, cf. Hdt.7.163, X.Mem.2.3.10, E.Andr. 626, etc.; alsoδ. ὅπως λάθω E.IT 995
;μὴ δείσητε ὡς οὐχ ἡδέως καθευδήσετε X. Cyr.6.2.30
.4 c. inf., fear to do,δεῖσαν δ' ὑποδέχθαι Il.7.93
, Th.1.136: c. acc. et inf.,δ. νέμεσιν ἔσεσθαι Od.22.40
; : c. inf. [voice] Pass.,οὐκ ἐδεδίεσαν βασανισθῆναι Lys.13.27
.5 c. acc., fear, dread,Δία Od.14.389
; σημάντορας ib.4.431, etc.;τὸ σὸν πρόσωπον S.OT 448
;τοὺς γονέας Pl.R. 562e
; coupled withφοβοῦμαι, τοὺς Ἀθηναίους ἡγούμενοι ἅπερ ἐδεδίεσαν φοβεῖσθαι Th.4.117
; , cf. Isoc.12.48, Pl.Euthphr. 12b, 12c. -
7 κολοσυρτός
κολοσυρτός, ὁ, poet. word,A noisy rabble,ἀνδρῶν ἠδὲ κυνῶν Il.12.147
, cf. 13.472;τὸν Ἀθηναίων Ar.V. 666
;παιδαρίων καὶ γραϊδίων Id.Pl. 536
: abs., tumult, uproar, Hes.Th. 880:—hence [full] κολοσυρτέω, = θορυβῶ, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κολοσυρτός
-
8 περιβομβέω
A buzz, hum round, Luc.Lex.16,Im.13, Alciphr.2.4 ;ποιητοῦ λόγος π. ἀκοάς Max.Tyr.23.4
:—[voice] Pass., π. δεινοῖς, τῷ θορύβῳ καὶ τῇ βοῇ πάντοθεν, Agath.1.17,3.18.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιβομβέω
-
9 ἀλάβητοι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλάβητοι
См. также в других словарях:
θορυβώ — θορυβώ, θορύβησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
θορυβώ — (ΑΜ θορυβῶ, έω) 1. προκαλώ θόρυβο, κάνω θόρυβο, προξενώ ταραχή 2. προκαλώ σε κάποιον ταραχή και σύγχυση, ταράσσω κάποιον 3. παθ. θορυβούμαι, έομαι ταράσσομαι, συγχύζομαι, καταπλήσσομαι, ανησυχώ νεοελλ. μτφ. προκαλώ την προσοχή τού κόσμου,… … Dictionary of Greek
θορυβώ — θορύβησα, θορυβήθηκα, θορυβημένος 1. κάνω θόρυβο, φασαρία: Μη θορυβείτε. 2. μτβ., αναστατώνω, ανησυχώ κάποιον: Η κατάσταση του παιδιού τούς θορύβησε. – Θορυβήθηκε η κυβέρνηση από τις καταγγελίες της αντιπολίτευσης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θορυβῶ — θορυβέω make a noise pres subj act 1st sg (attic epic doric) θορυβέω make a noise pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θορύβῳ — θόρυβος noise masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θορύβωι — θορύβῳ , θόρυβος noise masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναθορυβώ — ( έω) (Α ἀναθορυβῶ) [θορυβῶ] κάνω θόρυβο, επιδοκιμάζω κάτι θορυβωδώς, επικροτώ κραυγάζοντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + θορυβῶ] … Dictionary of Greek
επιψοφώ — ἐπιψοφῶ, έω (Α) 1. θορυβώ ταυτόχρονα κι εγώ 2. επιδοκιμάζω με θόρυβο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ψοφώ «θορυβώ» (< ψόφος «θόρυβος»)] … Dictionary of Greek
θροΐζω — (ΑΜ θροώ, έω, Μ και θροΐζω) 1. προκαλώ θρόισμα, ψιθυρίζω, κάνω σούσουρο 2. μέσ. θροΐζομαι φοβούμαι, ταράσσομαι νεοελλ. μσν. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) θροϊσμένος, η, ο τρομαγμένος μσν. θορυβώ, ταράζω αρχ. 1. φωνάζω δυνατά 2. θορυβώ 3.… … Dictionary of Greek
άθρακτος — ἄθρακτος, ον (Α) ατάραχτος (Σοφ. απόσπ. 812). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + θράσσω (= αναταράσσω, ανησυχώ, θορυβώ)] … Dictionary of Greek
αθορύβητος — η, ο (Α ἀθορύβητος, ον) [θορυβῶ] αυτός που δεν θορυβείται, γαλήνιος, ατάραχος νεοελλ. ο αθόρυβος αρχ. (το ουδ. στον υπερθ. ως ουσ.) τὸ ἀθορυβητότατον, πνευματική αταραξία, ηρεμία … Dictionary of Greek