-
1 θορεῖν
-
2 θορεῖν [2]
-
3 κατα-θορεῖν
κατα-θορεῖν, inf. aor. zu καταϑρώσκω.
-
4 ἀπο-προ-θορεῖν
ἀπο-προ-θορεῖν, aor. zu ἀποπροϑρώσκω, hervor- u. wegspringen, Ap. Rh. 3, 1218 Orph. Arg. 547.
-
5 ἐπι-θορεῖν
ἐπι-θορεῖν, aor. zu ἐπιϑρώσκω.
-
6 ὑπερ-θορεῖν
ὑπερ-θορεῖν, aor. II. zu ὑπερϑρώσκω.
-
7 θοῦρος
-
8 ἀποπροθορεῖν
ἀπο-προ-θορεῖν, hervor- u. wegspringen
См. также в других словарях:
θορεῖν — θρῴσκω leap aor inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άθορος — ἄθορος, ον (Α) (για αρσενικά ζώα) αυτό που δεν έχει βατέψει θηλυκό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + θορεῖν, απαρ. β αορ. τού ρ. θρώσκω (= πηδώ] … Dictionary of Greek
βουθόρος — βουθόρος, ον (Α) φρ. «βουθόρος ταῡρος» αυτός που βατεύει τις αγελάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < βους + θορείν, απρμφ. αορ. β του ρ. θρώσκω «πηδώ» (πρβλ. άθορος)] … Dictionary of Greek
πόρω — Α 1. παρέχω, προσφέρω, δίνω (α. «ἣν διὰ μαντοσύνην τὴν οἱ πόρε Φοῑβος Ἀπόλλων», Ομ. Ιλ. β. «αὐτὰρ ἐμοὶ καὶ ἀμέτρητον πένθος πόρε δαίμων», Ομ. Οδ.) 2. πορεύω, οδηγώ, φέρνω κάποιον κάπου («εἴ τις... δεῡρο Θησέα πόροι», Σοφ.) 3. φρ. α) «υἱov πορεῑν… … Dictionary of Greek