Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

καταϑρώσκω

См. также в других словарях:

  • καταθρώσκω — καταθρῴσκω (Α) πηδώ κάτω («καταθορόντες ἀπὸ τῶν ἵππων). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + θρώσκω «πηδῶ»] …   Dictionary of Greek

  • θρώσκω — θρῴσκω και θρώσκω (Α) 1. πηδώ 2. (για βέλη) πετώ 3. (για κουκιά ή ρεβίθια κατά το λίχνισμα) πηδώ επάνω, αναπηδώ 4. κινούμαι ξαφνικά εναντίον κάποιου, προσβάλλω, εφορμώ 5. (για νόσο) προσβάλλω 6. τρέχω, ορμώ, σπεύδω 7. οχεύω 8. (η μτχ. αρσ. ως… …   Dictionary of Greek

  • συγκαταθρώσκω — Α πηδώ κάτω μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καταθρώσκω «πηδώ κάτω»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»