-
1 καταθρώσκω
κατα-θρώσκω, herabspringen; καταϑρώσκω τὴν αἱμασιάν, darüber wegspringen; τινός, auf einen -
2 κατα-θρώσκω
κατα-θρώσκω (s. ϑρώσκω), herabspringen, bei Hom. nur in tmesi, κὰδ δ' ἔϑορ' ἐς μέσσον Il. 4, 79; καταϑορόντες ἀπὸ τῶν ἵππων Her. 3, 86; – καταϑρώσκω τὴν αἱμασιάν, darüber wegspringen, 6, 134; – τινός, auf Einen, Nonn. D 23, 220.
-
3 κατα-θορεῖν
κατα-θορεῖν, inf. aor. zu καταϑρώσκω.
См. также в других словарях:
καταθρώσκω — καταθρῴσκω (Α) πηδώ κάτω («καταθορόντες ἀπὸ τῶν ἵππων). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + θρώσκω «πηδῶ»] … Dictionary of Greek
θρώσκω — θρῴσκω και θρώσκω (Α) 1. πηδώ 2. (για βέλη) πετώ 3. (για κουκιά ή ρεβίθια κατά το λίχνισμα) πηδώ επάνω, αναπηδώ 4. κινούμαι ξαφνικά εναντίον κάποιου, προσβάλλω, εφορμώ 5. (για νόσο) προσβάλλω 6. τρέχω, ορμώ, σπεύδω 7. οχεύω 8. (η μτχ. αρσ. ως… … Dictionary of Greek
συγκαταθρώσκω — Α πηδώ κάτω μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καταθρώσκω «πηδώ κάτω»] … Dictionary of Greek