-
1 θνασκω
-
2 θνάσκω
-
3 θνᾴσκω
-
4 θνᾴσκω
θνᾴσκω (θνᾴσκει, -ομεν; θνᾴσκοντι, -όντων: aor. θᾰνεν; θᾰνών, -όντος, -όντ(α), -όντων, -όντεσσιν; θᾰνεῖν, θᾰνέμεν: pf. τεθνᾰότ(α), τε̆θνᾶκότων; τε̆θνᾰμεν.)1 dieθανεῖν δ' οἷσιν ἀνάγκα O. 1.82
θανόντων ἀπάλαμνοι φρένες O. 2.57
ἔστι δὲ καί τι θανόντεσσιν μέρος O. 8.77
βρότεα σώμαθ' ᾆ κατάγει κοίλαν πρὸς ἄγυιαν θνᾳσκόντων O. 9.35
πλοῦτος ὁ λαχὼν ποιμένα ἐπακτὸν ἀλλότριον θνᾴσκοντι στυγερώτατος O. 10.90
θέσφατον ἦν Πελίαν ἐξ ἀγαυῶν Αἰολιδᾶν θανέμεν P. 4.72
“ φαντὶ θανεῖν Ἰφιμεδείας παῖδας” P. 4.88πρυμνοῖς ἀγορᾶς ἔπι δίχα κεῖται θανών P. 5.93
“ θανόντος ὀστέα λέξαις υἱοῦ” P. 8.53θάνεν μὲν αὐτὸς ἥρως Ἀτρείδας P. 11.31
τιμὰ δὲ γίνεται, ὧν θεὸς ἁβρὸν αὔξει λόγον τεθνακότων N. 7.32
κελεύθοις ἁπλόαις ζωᾶς ἐφαιπτοίμαν, θανὼν ὡς παισὶ κλέος μὴ τὸ δύσφαμον προσάψω N. 8.36
καί μιν οὔπω τεθναότ, ἄσθματι δὲ φρίσσοντα πνοὰς ἔκιχεν N. 10.74
αὔξομεν ἔμπυρα χαλκοαρᾶν ὀκτὼ θανόντων, τοὺς Μεγάρα τέκε οἱ Κρεοντὶς υἱούς I. 4.63
θνᾴσκομεν γὰρ ὁμῶς ἅπαντες I. 7.42
“ υἱὸν εἰσιδέτω θανόντ' ἐν πολέμῳ” I. 8.36τὸν μὲν οὐδὲ θανόντ' ἀοιδαὶ Δαγγερ;ἔλιπον I. 8.56
κεἴ μοι τιν' ἄνδρα τῶν θανόντων fr. 4. ]α θανοντο[ Θρ. 5.a. 10. θανόντων δὲ καὶ φίλοι προδόται (Bergk: λόγοι φίλοι codd.) fr. 160. γ]ὰρ ἁρπαζομένων τεθνάμεν [[βρεϝεμαξρ] χρη]μάτων ἢ κακὸν ἔμμεναι (supp. Lobel: sc. κρέσσον, simm.) fr. 169. 16. met. of things, die away, subside, πῆμαθνᾴσκει παλίγκοτον δαμασθέν O. 2.19
θνᾴσκει δὲ σιγαθὲν καλὸν ἔργον fr. 121. 4. in tmesis, ἀπὸ καὶ θανών (v. ἀποθνᾴσκω) I. 7.30 -
5 θνᾴσκω
-
6 θνάσκω
θνά̱σκω, θνήσκωpres subj act 1st sg (doric)θνά̱σκω, θνήσκωpres ind act 1st sg (doric) -
7 θνησκω
или θνήσκω, дор. θνᾴσκω (fut. θᾰνοῦμαι, aor. 2 ἔθᾰνον, pf. τέθνηκα; fut. 3 τεθνήξω и τεθνήξομαι; conjct. τεθνήκω; opt. τεθναίην; inf. τεθνηκέναι и τεθνάναι, эп. inf. τεθνάμεναι и τεθνάμεν; imper. τέθνᾰθι; part. τεθνηκώς и τεθνεώς, эп. part. τεθνηώς; 3 л. pl. ppf. ἐτεθνήκεσαν и ἐτέθνᾰσαν; эол. ppf. τεθνάκην с ᾱ)1) умирать, погибать(οἰκτίστῳ θανάτῳ Hom.; νόσῳ Her.)
ζωὸς ἠὲ θανών Hom. — живой или мертвый;τεθνηὼς νεκρός или νέκυς Hom. — мертвец;οἱ θανόντες, οἱ τεθνηκότες и οἱ τεθνεῶτες Xen., Plat., Arst.; — умершие, мертвые;θανέειν (χερσὴν) ὑπό τινος Hom., Plat., ἔκ и πρός τινος Pind., Soph., также τινί Soph. и ὑπό τινος Arst. — умереть от чьей-л. руки, т.е. быть убитым кем-л.;θ. περί и ὑπέρ τινος Xen., Plat.; — умирать за кого(что)-л.;εὐγενές ὅ κτανών τε χὠ (= καὴ ὅ) θανών Soph. — славен и убивший (Аполлон) и убитый (Ахилл);οὐδ΄ ἄγγελός τις …;Θνήσκουσι (= pf. τεθνήκασι) γάρ Soph. — нет какого-л. вестника …? (Нет), ибо они (все) погибли;τίνι μόρῳ θνήσκεις (= pf. τέθνηκας) ; Eur. — какой смертью погиб ты, (Полидор)?;2) гибнуть, исчезать, пропадатьλόγοι θνήσκοντες μάτην Aesch. — слова, пропадающие втуне;
θνήσκει πίστις Soph. — исчезает верность;τὸ τρυβλίον τὸ περυσινὸν τέθνηκέ μοι Arph. — у меня пропало купленное в прошлом году блюдо;ὑπὸ χαρμάτων πῆμα θνᾴσκει Pind. — под влиянием радостей исчезает скорбь;τέθνηκε τὸ μισεῖν τινα Dem. — ненависть к кому-л. угасла -
8 θνῄσκω
Aθνείσκ- IG 2.4040b
; [ἀποθν]ήισκειν Pl.Phdr.
in PPetr.1p.18 (iii B.C.), butθνήσκω Did.
ap. EM452.29, freq. in codd.), [dialect] Aeol. [full] θναίσκω Hdn.Gr.2.79, [dialect] Dor. [full] θνᾴσκω Sammelb.6754.22 (iii B.C.): [tense] fut.θᾰνοῦμαι Simon.85.9
, S.Ant. 462, etc.; [dialect] Ep. inf.- έεσθαι Il.4.12
; laterθνήξομαι AP9.354
(Leon.), Polyaen.5.2.22 codd.: [tense] aor. 2 ἔθᾰνον, [dialect] Ep.θάνον Od.11.412
, al.; inf. [dialect] Ep. and [dialect] Ion. θανέειν, as always in Hom., exc. Il.7.52,θανέμεν Pi.P.4.72
: [tense] pf.τέθνηκα Il.18.12
, etc.; subj.τεθνήκω Th.8.74
: [tense] plpf.ἐτεθνήκειν Antipho 5.70
, Lys.19.48; [ per.] 3pl.- ήκεσαν And.1.52
: short forms of [tense] pf., [ per.] 3 dualτέθνᾰτον X.An.4.1.19
, [ per.] 1pl. , [ per.] 3pl.τεθνᾶσι Il.22.52
, etc.; [ per.] 3pl. [tense] plpf. , And.1.59, X.HG6.4.16; imper.τέθνᾰθι Il.22.365
,τεθνάτω 15.496
, IG12.10, Pl. Lg. 933e, etc.; opt.τεθναίην Il.18.98
, etc.; inf. τεθνάναι [ᾰ] Semon. 3, Hdt.1.31, Ar.Ra. 1012, Pl.Com.68, Th.8.92, etc., τεθνᾶναι dub.l. in Mimn.2.10, A.Ag. 539; [dialect] Ep. τεθνάμεναι, -άμεν, Il.24.225, 15.497, etc.; [dialect] Aeol.τεθνάκην Sapph.2.15
; part.τεθνεώς Hdt.9.120
, Ar.Av. 476, etc., fem.τεθνεῶσα Lys.31.22
, D.40.27 (τεθνηκυῖα Hippon.29
, E. Or. 109), neut.τεθνεός Hdt.1.112
, Hp.Nat.Mul.32 (, pl. ); gen. τεθνεῶτος, etc., Hdt.5.68, etc. (once in Hom., dat.τεθνεῶτι Od.19.331
); poet. τεθνεότος Archel. ap. Antig. Mir.89, Q.S.7.65; [dialect] Dor.τεθνᾰότα Pi.N.10.74
; [dialect] Ep. τεθνηώς (v.l. -ειώς) Il.17.161,- ηυῖα Od.4.734
, ([etym.] κατα-) 11.141; gen.τεθνηῶτος Il.9.633
, etc.; alsoτεθνηότος 17.435
, Od.15.23, al. [ τεθνεῶτι is trisyll. Od.19.331, (hex.): disyll. forms are written in later Gr., nom. ([place name] Argilus); gen. sg. (Cyzicus, i A.D.); dat. sg. Papers of the Amer. School3.334
(Pisid.); fem. τεθνώσῃ (and gen. pl. τεθνήτων) Ath.Mitt. 50.134 ([place name] Macedonia); acc. pl. fem.τεθνώσας Babr.45.9
]: from τέθνηκα arose [tense] fut. , A.Ag. 1279 (censured as archaic by Luc.Sol.7), laterτεθνήξομαι Diogenian.Epicur.1.28
, 3.52, Luc.Pisc. 10, Ael.NA2.46; part.τεθνηξόμενος Lib.Ep.438.7
.—The simple Verb is regularly used in early Prose in [tense] pf. and [tense] plpf.; for [tense] pres., [tense] fut., and [tense] aor. the compd. ἀποθνῄσκω is substituted: θνῄσκει v.l. in Hp. Mul.1.9,σάρκες θνῄσκουσι Art.69
,ἔθνῃσκον Th.2.47
, al., θνῃσκόντων ib.53, ,θνῄσκομεν Epicur.Ep.1p.20U.
: [tense] aor. part. θανών, subj. θάνῃ, IG12(5).593.2,20,23 (Iulis, v B.C.), Berl.Sitzb. 1927.166 ([place name] Cyrene), Phld.Herc.1649.4: [tense] aor. inf. θανεῖν ib.1418.13:—in [tense] pres. and [tense] impf., die, as well of natural as of violent death; in [tense] aor. and [tense] pf., to be dead (cf. τί τοὺς θανὅντας οὐκ ἐᾷς τεθνηκέναι; Eup.12.3 D.; ),θανεῖν καὶ πότμον ἐπισπεῖν Il.7.52
, etc.; ζωὸς ἠὲ θανών alive or dead, Od.4.553, cf. 15.350;ἦ ἤδη τέθνηκε 4.834
; , cf. 7.46;τεθνάναι κρεῖττον ἤ.. D.9.65
, cf. 10.25;ἄξιος τεθνάναι Ar.Ra. 1012
, etc.; τεθνάτω let him be put to death, IG12.10.29; ἄτιμος τεθ. Lex ap.D.9.44: freq. in part.,νέκυος πέρι τεθνηῶτος Il.18.173
; νεκρὸν.. τεθνηῶτα a dead corpse, Od.12.10; οἱ τεθνηκότες, οἱ θανόντες, the dead, E.Hec. 278, Eup. l.c., etc.;οὔτε τεθνεῶτα οὔτε ζῶντα Hdt.4.14
; οἴχεται θανών (v. οἴχομαι) ; θανὼν φροῦδος (v. φροῦδος); θανόντι συνθανεῖν S.Tr. 798
,Fr. 953, cf. E.Supp. 1007(lyr.); ὁ θανών, opp. ὁ κτανών, S. Ph. 336: [tense] pres. with [tense] pf. sense, θνῄσκουσι γάρ, for τεθνήκασι, Id.OT 118, cf. E.Hec. 695 (lyr.),Ba. 1041 (lyr.), etc.2 used like a pass. Verb, χερσὶν ὑπ' Αἴαντος θανέειν to fall by his hand, Il.15.289;θ. ὑπό τινος Pl.Ep. 329c
, Arist.HA 625a16;ἔκ τινος Pi.P.4.72
, S.OT 1454; πρός τινος ib. 292, E.Hec. 773;θεοῖς τέθνηκε S.Aj. 970
: freq. c. dat. instrumenti, θ. χερί, δορί, Id.OC 1388, A.Th. 959(lyr.);φαρμάκοισι E. Fk.464
; also ; τεθνάναι τῷ δέει, τ. τῷ φόβῳ, c. acc., to be in mortal fear of, D.4.45, 19.81, cf. Arr.An.7.9.4;προοίμιον σκοτεινὸν καὶ τεθνηκὸς δειλίᾳ Aeschin.2.34
; θ. ἐπί τινι to die leaving one as heir, Luc.DMort.7.1.II metaph., of things, perish,θνᾴσκει σιγαθὲν καλὸν ἔργον Pi.Fr. 121
;ἐσλῶν ὑπὸ χαρμάτων πῆμα θνᾴσκει.. δαμασθέν Id.O.2.19
;λόγοι θνῄσκοντες μάτην A.Ch. 846
;θ. πίστις S. OC 611
;τὸ τρύβλιον τέθνηκέ μοι Ar.Ra. 986
(lyr.): in Prose,τέθνηκε τὸ τοὺς ἀδικοῦντας μισεῖν D.19.289
;τεθνηκός τι φθέγξασθαι D.C.40.54
;τεθνηκὸς ὁρᾶν Callistr.Stat.14
; τὸ τεθνηκὸς ὁ λίθος ὑπεδύετο ib.2.
См. также в других словарях:
θνάσκω — θνᾴσκω (Α) βλ. θνῄσκω. [ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. τού θνῄσκω*] … Dictionary of Greek
θνᾴσκω — θνᾴ̱σκω , θνήσκω pres subj act 1st sg (doric) θνᾴ̱σκω , θνήσκω pres ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θνάσκω — θνά̱σκω , θνήσκω pres subj act 1st sg (doric) θνά̱σκω , θνήσκω pres ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θνήσκω — (ΑΜ θνῄσκω και θνήσκω, Α και [απο]θνήσκω και επιγρ. θνείσκω, αιολ. τ. θναίσκω, δωρ. τ. θνασκω) 1. αποθνήσκω, πεθαίνω, αποβιώνω, εκπνέω, παύω να είμαι στη ζωή από φυσικό ή βίαιο θάνατο 2. (η μτχ. αορ. β ως επίθ.) θανών, ούσα, όν ο νεκρός, ο… … Dictionary of Greek