Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

θνᾴσκω

См. также в других словарях:

  • θνάσκω — θνᾴσκω (Α) βλ. θνῄσκω. [ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. τού θνῄσκω*] …   Dictionary of Greek

  • θνᾴσκω — θνᾴ̱σκω , θνήσκω pres subj act 1st sg (doric) θνᾴ̱σκω , θνήσκω pres ind act 1st sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θνάσκω — θνά̱σκω , θνήσκω pres subj act 1st sg (doric) θνά̱σκω , θνήσκω pres ind act 1st sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θνήσκω — (ΑΜ θνῄσκω και θνήσκω, Α και [απο]θνήσκω και επιγρ. θνείσκω, αιολ. τ. θναίσκω, δωρ. τ. θνασκω) 1. αποθνήσκω, πεθαίνω, αποβιώνω, εκπνέω, παύω να είμαι στη ζωή από φυσικό ή βίαιο θάνατο 2. (η μτχ. αορ. β ως επίθ.) θανών, ούσα, όν ο νεκρός, ο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»