-
1 ήθλησε
-
2 ἤθλησε
-
3 διήθλησε
διή̱θλησε, διά-ἀθλέωhaving contended with: aor ind act 3rd sg (attic epic ionic) -
4 ενήθλησε
-
5 ἐνήθλησε
-
6 κατήθλησε
κατή̱θλησε, καταθλέωwrestle down: aor ind act 3rd sg (attic epic ionic) -
7 συνήθλησε
συνή̱θλησε, συναθλέωwith: aor ind act 3rd sg (attic epic ionic) -
8 υπερήθλησε
-
9 ὑπερήθλησε
-
10 θάλλω
θάλλω (θάλλει, -οντι; -ων, -οντος, -οντες, -οντας; -οισα, -οισαν: impf. ἔθαλλεν: aor. θλησε(ν); pf. τέθᾶλεν, τεθᾶλότα.)a flourish, blossom ἔντιλτ;δὲ καὶγτ; θάλλοντος ἐκ κισσοῦ στεφάνων Διο[νύσου] Θρ. 3. 3.b causal, make to produceοὐ καλὰ δένδρἐ ἔθαλλεν χῶρος O. 3.23
c met., flourish, prosperὄγδοον θάλλει μέρος Ἀρκεσίλας P. 4.65
παρμονίμαν θάλλοισαν εὐδαιμονίαν P. 7.21
νιν θῆκε δέσποιναν χθονὸς ῥίζαν ἀπείρου τρίταν εὐήρατον θάλλοισαν οἰκεῖν ( θάλλοισαν with δέσποιναν, Σ; with ῥίζαν edd.) P. 9.8 οὐχ ὁμῶς πάντα χρόνον θάλλων ὁμιλεῖ (sc. ὄλβος) I. 3.6τὶν δ' ἐν Ἰσθμῷ διπλόα θάλλοισ ἀρετά I. 5.17
θάλλοντος ἀνδρῶν ὡς ὅτε συμποσίου δεύτερον κρατῆρα Μοισαίων μελέων κίρναμεν I. 6.1
παρὰ δέ σφισιν εὐανθὴς πᾶς τέθαλεν ὄλβος Θρ. 7. 7. c. dat., θάλλει δ' ἀρεταῖσιν (sc. ἡ Ὀποῦς) O. 9.16εὑρίσκων τὰ μέσα μακροτέρῳ ὄλβῳ τεθαλότα P. 11.53
Ὀρσοτριαίνα ἵν' ἐν ἀγῶνι βαρυκτύπου θάλησε Κορινθίοις σελίνοις (sc. Καλλικλέης) N. 4.88νικαφορίαις γὰρ ὅσαις ἱπποτρόφον ἄστυ τὸ Προίτοιο θάλησεν Κορίνθου τ' ἐν μυχοῖς N. 10.42
( ἀρετὰς)αἷσι Κλεωνυμίδαι θάλλοντες αἰεὶ σὺν θεῷ θνατὸν διέρχονται βιότου τέλος I. 4.4
ἄμμι δ, ὦ χρυσέᾳ κόμᾳ θάλλων, πόρε, Λοξία with luxuriant golden hair I. 7.49τὸ δ' εὐβουλίᾳ τε καὶ αἰδοῖ ἐγκείμενον αἰεὶ θάλλει μαλακαῖς εὐδίαις Pae. 2.52
Αἰολάδα σταθμὸν ὑμνήσω στεφάνοισι θάλλοισα παρθένιον κάρα a chorus of girls sings Παρθ. 2. 11. κατὰ μὲν φίλα τέκν' ἔπεφνεν θάλλοντας ἥβᾳ (Boeckh: θάλλοντα codd.) fr. 171.d frag. ]θαλλο[ν]τι[ Πα. 13. a. 10.
См. также в других словарях:
διήθλησε — διή̱θλησε , διά ἀθλέω having contended with aor ind act 3rd sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατήθλησε — κατή̱θλησε , καταθλέω wrestle down aor ind act 3rd sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνήθλησε — συνή̱θλησε , συναθλέω with aor ind act 3rd sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνήθλησε — ἐνή̱θλησε , ἐν ἀθλέω having contended with aor ind act 3rd sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἤθλησε — ἤ̱θλησε , ἀθλέω having contended with aor ind act 3rd sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερήθλησε — ὑπερή̱θλησε , ὑπέρ ἀθλέω having contended with aor ind act 3rd sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)