-
1 Καλλικλέους
Καλλικλέηςmasc gen sg (attic epic doric) -
2 Καλλίκλεις
Καλλικλέηςmasc voc sg (attic epic) -
3 Καλλικλής
-
4 Καλλικλῆς
-
5 Καλλικλεί
-
6 Καλλικλεῖ
-
7 Καλλικλέα
Καλλικλέᾱ, Καλλικλέηςmasc acc sg (attic) -
8 θάλλω
θάλλω (θάλλει, -οντι; -ων, -οντος, -οντες, -οντας; -οισα, -οισαν: impf. ἔθαλλεν: aor. θλησε(ν); pf. τέθᾶλεν, τεθᾶλότα.)a flourish, blossom ἔντιλτ;δὲ καὶγτ; θάλλοντος ἐκ κισσοῦ στεφάνων Διο[νύσου] Θρ. 3. 3.b causal, make to produceοὐ καλὰ δένδρἐ ἔθαλλεν χῶρος O. 3.23
c met., flourish, prosperὄγδοον θάλλει μέρος Ἀρκεσίλας P. 4.65
παρμονίμαν θάλλοισαν εὐδαιμονίαν P. 7.21
νιν θῆκε δέσποιναν χθονὸς ῥίζαν ἀπείρου τρίταν εὐήρατον θάλλοισαν οἰκεῖν ( θάλλοισαν with δέσποιναν, Σ; with ῥίζαν edd.) P. 9.8 οὐχ ὁμῶς πάντα χρόνον θάλλων ὁμιλεῖ (sc. ὄλβος) I. 3.6τὶν δ' ἐν Ἰσθμῷ διπλόα θάλλοισ ἀρετά I. 5.17
θάλλοντος ἀνδρῶν ὡς ὅτε συμποσίου δεύτερον κρατῆρα Μοισαίων μελέων κίρναμεν I. 6.1
παρὰ δέ σφισιν εὐανθὴς πᾶς τέθαλεν ὄλβος Θρ. 7. 7. c. dat., θάλλει δ' ἀρεταῖσιν (sc. ἡ Ὀποῦς) O. 9.16εὑρίσκων τὰ μέσα μακροτέρῳ ὄλβῳ τεθαλότα P. 11.53
Ὀρσοτριαίνα ἵν' ἐν ἀγῶνι βαρυκτύπου θάλησε Κορινθίοις σελίνοις (sc. Καλλικλέης) N. 4.88νικαφορίαις γὰρ ὅσαις ἱπποτρόφον ἄστυ τὸ Προίτοιο θάλησεν Κορίνθου τ' ἐν μυχοῖς N. 10.42
( ἀρετὰς)αἷσι Κλεωνυμίδαι θάλλοντες αἰεὶ σὺν θεῷ θνατὸν διέρχονται βιότου τέλος I. 4.4
ἄμμι δ, ὦ χρυσέᾳ κόμᾳ θάλλων, πόρε, Λοξία with luxuriant golden hair I. 7.49τὸ δ' εὐβουλίᾳ τε καὶ αἰδοῖ ἐγκείμενον αἰεὶ θάλλει μαλακαῖς εὐδίαις Pae. 2.52
Αἰολάδα σταθμὸν ὑμνήσω στεφάνοισι θάλλοισα παρθένιον κάρα a chorus of girls sings Παρθ. 2. 11. κατὰ μὲν φίλα τέκν' ἔπεφνεν θάλλοντας ἥβᾳ (Boeckh: θάλλοντα codd.) fr. 171.d frag. ]θαλλο[ν]τι[ Πα. 13. a. 10.
См. также в других словарях:
Καλλικλεῖ — Καλλικλέης masc dat sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καλλικλῆς — Καλλικλέης masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καλλικλέους — Καλλικλέης masc gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καλλίκλεις — Καλλικλέης masc voc sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καλλικλέα — Καλλικλέᾱ , Καλλικλέης masc acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)