-
1 θλαστικός
θλαστικός, zum Quetschen, Zerdrücken geschickt.
-
2 θλαστικος
-
3 θλαστικός
θλαστικός, zum Quetschen, Zerdrücken geschickt -
4 θλαστικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θλαστικός
-
5 θλαστικόν
θλαστικόςable to crush: masc acc sgθλαστικόςable to crush: neut nom /voc /acc sg -
6 θλάω
Grammatical information: v.Meaning: `crush, bruise' (Il.).Other forms: (Arist., Herod.; s. Schwyzer 676), aor. θλάσ(σ)αι (Il.), pass. θλασθῆναι, fut. θλάσω (Hp.), perf. τέθλασμαι (Alex., Theoc.),Derivatives: θλάσις `crushing' (Arist.), θλάσμα `bruising, bruise' (Arist.), θλαστός (Com.); θλάστης `crusher' = ἐμβρυοθλάστης (medic.), θλαστικός `crushing' (Arist.); θλαδίας m. `eunuch' (LXX, Ph.) with θλαδιάω H. = φλαδιάω; from *θλάδος, *θλαδεῖν, cf. φλαδεῖν.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: No certain connection. Acc. to Scheftelowitz IF 33, 165f. and Ehrlich Sprachgeschichte 9 to Czech. dlasmati `press' and Skt. dhr̥ṣád- f. `rock, millstone' (correct dr̥ṣád-?); the Skt. word is quite differentli formed; s. Mayrhofer KEWA s. v. and on δειράς). Cf. θλίβω und φλάω.Page in Frisk: 1,676Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > θλάω
См. также в других словарях:
θλαστικός — ή, ό (Α θλαστικός, ή, όν) αυτός που είναι ικανός ή κατάλληλος για θλάση, αυτός που συντρίβει, συντριπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. θλαστικός < θλάστ ης ή θλαστ ός] … Dictionary of Greek
θλαστικός — ή, ό κατάλληλος να προκαλέσει θλάση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θλαστικόν — θλαστικός able to crush masc acc sg θλαστικός able to crush neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)