-
1 θλαστος
-
2 θλαστός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θλαστός
-
3 κεφαλό-θλαστος
κεφαλό-θλαστος, mit gequetschtem Kopfe; τὸ κεφ., Kopfquetschung, Theophr.
-
4 εὔ-θλαστος
εὔ-θλαστος, leicht zu zerquetschen, Arist. Meteor. 4, 9; Geop.
-
5 δύς-θλαστος
δύς-θλαστος, schwer zu zerbrechen, Theophr.
-
6 νευρό-θλαστος
νευρό-θλαστος, an den Sehnen gequetscht, Galen.
-
7 ἄ-θλαστος
ἄ-θλαστος, nicht gequetscht, Arist. Meteor. 4, 8.
-
8 θλαστά
θλαστόςcrushed: neut nom /voc /acc plθλαστά̱, θλαστόςcrushed: fem nom /voc /acc dualθλαστά̱, θλαστόςcrushed: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
9 θλαστόν
θλαστόςcrushed: masc acc sgθλαστόςcrushed: neut nom /voc /acc sg -
10 θλασταί
θλαστόςcrushed: fem nom /voc pl -
11 θλαστή
θλαστόςcrushed: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
12 θλαστήν
θλαστόςcrushed: fem acc sg (attic epic ionic) -
13 θλαστών
-
14 θλαστῶν
-
15 φλαστός
-
16 αθλαστος
-
17 ευθλαστος
-
18 φλαστος
-
19 θλασταίς
-
20 θλασταῖς
- 1
- 2
См. также в других словарях:
θλαστός — θλαστός, ή, όν (Α) [θλω] 1. σπαστός, τσακιστός, τσακισμένος («θλαστή ἐλάα», Αριστοφ.) 2. αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να συνθλίψει ή να συντρίψει, («τὸ δὲ σκληρὸν αὐτῶν ἐστιν οὐ θραυστόν, ἀλλά θλαστόν», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
θλαστά — θλαστός crushed neut nom/voc/acc pl θλαστά̱ , θλαστός crushed fem nom/voc/acc dual θλαστά̱ , θλαστός crushed fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θλαστόν — θλαστός crushed masc acc sg θλαστός crushed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θλασταῖς — θλαστός crushed fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θλασταί — θλαστός crushed fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θλαστοῦ — θλαστός crushed masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θλαστή — θλαστός crushed fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θλαστήν — θλαστός crushed fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θλαστῷ — θλαστός crushed masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλόθλαστος — κεφαλόθλαστος, ον (Α) 1. αυτός που έχει σπασμένο το κεφάλι του 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κεφαλόθλαστα σπασίματα, ζουλίσματα, μώλωπες τού κεφαλιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + θλαστος (< θλαστός < θλῶ «σπάω»), πρβλ. ημισύ θλαστος, νευρό… … Dictionary of Greek
νευρόθλαστος — νευρόθλαστος, ον (Α) αυτός που έχει σπασμένα τα νεύρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + θλαστος (< θλῶ «σπάω»), πρβλ. εύ θλαστος, κεφαλό θλαστος] … Dictionary of Greek