Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

θλαστός

См. также в других словарях:

  • θλαστός — θλαστός, ή, όν (Α) [θλω] 1. σπαστός, τσακιστός, τσακισμένος («θλαστή ἐλάα», Αριστοφ.) 2. αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να συνθλίψει ή να συντρίψει, («τὸ δὲ σκληρὸν αὐτῶν ἐστιν οὐ θραυστόν, ἀλλά θλαστόν», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • θλαστά — θλαστός crushed neut nom/voc/acc pl θλαστά̱ , θλαστός crushed fem nom/voc/acc dual θλαστά̱ , θλαστός crushed fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θλαστόν — θλαστός crushed masc acc sg θλαστός crushed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θλασταῖς — θλαστός crushed fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θλασταί — θλαστός crushed fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θλαστοῦ — θλαστός crushed masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θλαστή — θλαστός crushed fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θλαστήν — θλαστός crushed fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θλαστῷ — θλαστός crushed masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλόθλαστος — κεφαλόθλαστος, ον (Α) 1. αυτός που έχει σπασμένο το κεφάλι του 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κεφαλόθλαστα σπασίματα, ζουλίσματα, μώλωπες τού κεφαλιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + θλαστος (< θλαστός < θλῶ «σπάω»), πρβλ. ημισύ θλαστος, νευρό… …   Dictionary of Greek

  • νευρόθλαστος — νευρόθλαστος, ον (Α) αυτός που έχει σπασμένα τα νεύρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + θλαστος (< θλῶ «σπάω»), πρβλ. εύ θλαστος, κεφαλό θλαστος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»