-
1 θλάσμα
θλάσμαbruise: neut nom /voc /acc sg -
2 θλάσμα
-
3 θλάσμα
-ατος τό N 3 0-0-1-0-0=1 Am 6,11breach, bruise -
4 θλασμάτων
θλάσμαbruise: neut gen pl -
5 θλάσμασι
θλάσμαbruise: neut dat pl -
6 θλάσμασιν
θλάσμαbruise: neut dat pl -
7 θλάσματα
θλάσμαbruise: neut nom /voc /acc pl -
8 θλάσματι
θλάσμαbruise: neut dat sg -
9 θλάσματος
θλάσμαbruise: neut gen sg -
10 σαρκόθλασμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σαρκόθλασμα
-
11 φλάσμα
-
12 ἀμφίθλασμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμφίθλασμα
-
13 ἔνθλασμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔνθλασμα
-
14 ἕλιγμα
A fold, wrapping, ἱμάντων ἑλίγμασι, of straps bound round the leg, Ephipp.14.9; στρουθωτὰ ἑ. Sophr.100. -
15 ὑπόθλασμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπόθλασμα
-
16 θλάω
Grammatical information: v.Meaning: `crush, bruise' (Il.).Other forms: (Arist., Herod.; s. Schwyzer 676), aor. θλάσ(σ)αι (Il.), pass. θλασθῆναι, fut. θλάσω (Hp.), perf. τέθλασμαι (Alex., Theoc.),Derivatives: θλάσις `crushing' (Arist.), θλάσμα `bruising, bruise' (Arist.), θλαστός (Com.); θλάστης `crusher' = ἐμβρυοθλάστης (medic.), θλαστικός `crushing' (Arist.); θλαδίας m. `eunuch' (LXX, Ph.) with θλαδιάω H. = φλαδιάω; from *θλάδος, *θλαδεῖν, cf. φλαδεῖν.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: No certain connection. Acc. to Scheftelowitz IF 33, 165f. and Ehrlich Sprachgeschichte 9 to Czech. dlasmati `press' and Skt. dhr̥ṣád- f. `rock, millstone' (correct dr̥ṣád-?); the Skt. word is quite differentli formed; s. Mayrhofer KEWA s. v. and on δειράς). Cf. θλίβω und φλάω.Page in Frisk: 1,676Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > θλάω
См. также в других словарях:
θλάσμα — bruise neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θλάσμα — το (ΑΜ θλάσμα) [θλω] θλάση*, σπάσιμο, σύντριμμα αρχ. πληγή, κοίλωμα χωρίς ρήξη … Dictionary of Greek
θλάσμα — το, ατος 1. θλάση. 2. θραύσμα, το σύντριμμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θλασμάτων — θλάσμα bruise neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θλάσμασι — θλάσμα bruise neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θλάσμασιν — θλάσμα bruise neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θλάσματα — θλάσμα bruise neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θλάσματι — θλάσμα bruise neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θλάσματος — θλάσμα bruise neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έλιγμα — το (Α ἕλιγμα) συστροφή, τύλιγμα νεοελλ. αρχιτεκτονικό κόσμημα με ελικοειδείς γλυφές αρχ. 1. βραχιόλι 2. σκέπασμα 3. δέμα, πακέτο 4. βόστρυχος, μπούκλα 5. ιατρ. θλάσμα τού κρανίου … Dictionary of Greek
θλασμός — θλασμός, ὁ (Α) [θλω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού θλω, το θλάσμα, η θλάση … Dictionary of Greek