Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

θλάσμα

См. также в других словарях:

  • θλάσμα — bruise neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θλάσμα — το (ΑΜ θλάσμα) [θλω] θλάση*, σπάσιμο, σύντριμμα αρχ. πληγή, κοίλωμα χωρίς ρήξη …   Dictionary of Greek

  • θλάσμα — το, ατος 1. θλάση. 2. θραύσμα, το σύντριμμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θλασμάτων — θλάσμα bruise neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θλάσμασι — θλάσμα bruise neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θλάσμασιν — θλάσμα bruise neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θλάσματα — θλάσμα bruise neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θλάσματι — θλάσμα bruise neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θλάσματος — θλάσμα bruise neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έλιγμα — το (Α ἕλιγμα) συστροφή, τύλιγμα νεοελλ. αρχιτεκτονικό κόσμημα με ελικοειδείς γλυφές αρχ. 1. βραχιόλι 2. σκέπασμα 3. δέμα, πακέτο 4. βόστρυχος, μπούκλα 5. ιατρ. θλάσμα τού κρανίου …   Dictionary of Greek

  • θλασμός — θλασμός, ὁ (Α) [θλω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού θλω, το θλάσμα, η θλάση …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»