-
1 θησαυρισμα
- ατος τό1) (накопленные) вещи, имущество Soph., pl. Eur.2) ценность, сокровищеθ. Διονύσου ὀσμῇ κατῆρες Eur. — благоуханное сокровище Диониса, т.е. вино
3) скопление, вместилище(κακῶν ταμεῖον καὴ θ. Democr. ap. Plut.)
-
2 κατηρης
2снабженный, оснащенный(πλοῖον Her.)
σκάφος ταρσῷ κατῆρες Eur. — корабль с веслами;κ. χλανιδίοις Eur. — завернувшийся в плащ;τὸ θησαύρισμα Διονύσου ὀσμῇ κατῆρες Eur. — душистое сокровище Диониса, т.е. вино -
3 θησαύριση
[-ις (-εως)] η, θησαύρισμα τό, θησαύρισμός ο1) обогащение, накапливание денег, сокровищ; стяжательство; 2) сбор, коллекционирование (слов, пословиц и т. п.)
См. также в других словарях:
θησαύρισμα — store neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θησαύρισμα — το (ΑΜ θησαύρισμα) [θησαυρίζω] 1. αποταμίευμα, θησαυρός 2. (ειδ. για φιλολ. συλλογές) συγκέντρωση, συναγωγή, συλλογή … Dictionary of Greek
θησαύρισμα — το, ατος 1. θησαύριση. 2. τα πλούτη που θησαύρισε κάποιος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θησαυρισμάτων — θησαύρισμα store neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θησαυρίσμασιν — θησαύρισμα store neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θησαυρίσματα — θησαύρισμα store neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θησαυρίσματος — θησαύρισμα store neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
обьщии — (489) пр. 1.Относящийся ко всем или многим: Надъ мрьтв‹ыи›мь не ‹пла›чи нъ надъ несъмыс‹ль›||ныимь. онъ бо обьшть пѹть. а се сво˫а волѧ. (κοινή) Изб 1076, 77–77 об.; достоино… къ ѡбьщемѹ възвѣщати ѹчителю. [о Федоре Студите] и не възмощи… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
θησαύριση — η (Μ θησαύρισις) [θησαυρίζω] 1. θησαύρισμα, αποταμίευση, απόκτηση θησαυρού, πλουτισμός 2. (ειδ. για φιλολ. συναγωγές) συγκέντρωση, συναγωγή, συλλογή («θησαύριση λέξεων») μσν. μτφ. πλησμονή αγαθοεργίας («θησαύρισις ἀγαθῶν ἔργων», Θεόδ. Στουδ.) … Dictionary of Greek
πλουτισμός — ο, Ν Μ [πλουτίζω] 1. η απόκτηση πολλών υλικών αγαθών, η απόκτηση υλικού πλούτου, θησαύρισμα 2. μτφ. απόκτηση μεγάλων πνευματικών αγαθών ή ηθικών ωφελημάτων («πλουτισμός σε γνώσεις και σε πείρα») 3. φρ. «αδικαιολόγητος πλουτισμός» (νομ.) επαύξηση… … Dictionary of Greek
ԳԱՆՁԱՐԱՆ — (ի, աց.) NBH 1 0529 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 10c, 11c, 12c, 13c գ. ζάκχον Cella, θησαύρισμα repositorium Գանձատուն. տեղի պահեստի ընչից եւ մեծագին իրաց. գանձանակ. գանձ. մթերք. քսակ. սենեակ. շտեմարան. խազինէ,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)