-
1 θηρός
θηρός, ὁ (φήρ, fera), Thier, οὐδ' ἄνϑρωπος, οὐδὲ ϑήρ Aesch. Eum. 70; u. zwar bes. das wild lebende, das Wild, wie Hom. Ἴδην μητέρα ϑηρῶν nennt, Il. 8, 47; ἐν ἄγρῃ ϑηρῶν Her. 3, 129; ἄγρευμα ϑηρός Aesch. Ch. 992, vgl. Eum. 141; von der Hindinn Soph. El. 562, vom Eber Trach. 1087; bei Hom. vorzugsweise Raubthier, μὴ ϑήρεσσιν ἕλωρ γένωμαι Od. 5, 473, vgl. 24, 292, wo ϑηρσὶ καὶ οἰωνοῖς vrbdn, wie Hes. O. 275 u. Soph. frg. 678; Löwe, Il. 15, 586; Xen. Cyr. 4, 6, 4; Eur. Herc. Für. 153, der auch ϑὴρ λέων vrbdt, wie λέαινα ϑήρ Mesomed. 3 (XIV, 63); Pind. hat nur I. 5, 46 den sing., sonst den plur. Bei Aesch. Spt. 540 die Sphinx; πλωτοὶ ϑῆρες, Delphine, Arion bei Ael. H. A. 12, 45. Soph. nennt in den Trach. oft die Kentauren ϑήρ, ἀρχαῖος ϑήρ 553 (vgl. φήρ), u. O. C. 1565 den Kerberos, aber Ai. 359 sind ἄφοβοι ϑῆρες zahme Thiere, Schaafheerden; Ar. Av. 1064 Insekten. – Uebertr., wilde, gewaltige Menschen, Eur. Or. 1227. – In Prosa ist ϑηρίον gewöhnlich, αἴϑωσι ϑηρσὶ καὶ δεινοῖς Plat. Rep. VIII, 559 d, τὸν ϑῆρα μηκέτ' ἀνεῖναι, das Wild, Soph. 235 a, – ἡ ϑήρ, Ael. N. A. 6, 24; Opp. C. 3, 440 u. a. Sp.
-
2 θήρος
-
3 θῆρος
-
4 θηρός
θήρ, θηρός, ὁ, Tier; bes. das wild lebende, das Wild; Raubtier; Kentauren; den Kerberos, aber ἄφοβοι ϑῆρες zahme Tiere, Schafherden; Insekten. Übertr., wilde, gewaltige Menschen -
5 θηρός
θήρbeast of prey: masc gen sg -
6 πολύ-θηρος
πολύ-θηρος, viel Wild habend; Eur. Hipp. 145; πολυϑηρότατον νάπος, Phoen. 808; – viel fangend, von Fischen, Heliod. 5, 18.
-
7 πάν-θηρος
πάν-θηρος, Alles jagend, fangend, Sp.; als v. l. für ἀνϑηρόν Ar. Ran. 352; τὸ πάνϑηρον δίκτυον, das große Fangnetz, Sp.
-
8 σύν-θηρος
-
9 φιλό-θηρος
φιλό-θηρος, jagdliebend, Freund der Jagd; Plat. Rep. VII, 535 d; Xen. An. 1, 9,5.
-
10 εὔ-θηρος
-
11 δύς-θηρος
-
12 μιξό-θηρος
μιξό-θηρος, = Vorigem, Themist. 23 p. 284 a.
-
13 μῑσό-θηρος
μῑσό-θηρος, die Jagd hassend, τὸ μισ., von Hunden, Xen. Cyn. 3, 9.
-
14 ὀλεσί-θηρος
ὀλεσί-θηρος, das Thier verderbend, tödtend, ὃν (δράκοντα) Κάδμος ὤλεσε μαρμάρῳ κρᾶτα φόνιον ὀλεσίϑηρος ὠλένας δικὼν βολαῖς, Eur. Phoen. 664. S. aber das vorige Wort.
-
15 ὁμό-θηρος
ὁμό-θηρος, mitjagend, Callim. H. Dian. 210.
-
16 ἄ-θηρος
-
17 ἔν-θηρος
ἔν-θηρος, voll Wild, wildreich, δρυμός Eur. Rhes. 289; – ποὺς ἔνϑ. ist bei Soph. Phil. 691 nach dem Schol. = ϑηρόδηκτος, von der Schlange gebissen, od. allgem., an wilder, um sich fressender Wunde leidend, od. verwildert, wie ϑρὶξ ἔνϑ. Aesch. Ag. 548; – τὸ ἔνϑηρον, das Wilde, Thierische, Ael. H. A. 6, 63.
-
18 θήρ, θηρός
+ ὁ N 3 0-0-0-1-5=6 Jb 5,23; 2 Mc 4,25; 3 Mc 5,31; 6,7; 4 Mc 9,28θὴρ ἄγριος wild animal 3 Mc 5,31 Cf. WALTERS 1973, 46 -
19 θήρ
1 (wild) creatureὁ δ' ἀρχαγέτας ἔδωκ Ἀπόλλων θῆρας αἰνῷ φόβῳ P. 5.61
κεράιζεν ἀγρίους θῆρας P. 9.22
“ἵνα οἱ χθονὸς αἶσαν δωρήσεται οὔτε παγκάρπων φυτῶν νάποινον οὔτ' ἀγνῶτα θηρῶν” P. 9.58ὅσσους μὲν ἐν χέρσῳ κτανών, ὅσσους δὲ πόντῳ θῆρας ἀιδροδίκας N. 1.63
δάμασε δὲ θῆρας ἐν πελάγει ὑπερόχους N. 3.23
τόλμᾳ γὰρ εἰκὼς θυμὸν ἐριβρεμετᾶν θηρῶν λεόντων ἐν πόνῳ (Heyne: θηρᾶν codd.) <*>. 4. 46. “ὥσπερ τόδε δέρμα με νῦν περιπλανᾶται θηρός, ὃν πάμπρωτον ἀέθλων κτεῖνά ποτ' ἐν Νεμέᾳ” Herakles speaks of the Nemean lion I. 6.48 “ὦ τέκνον, ποντίου θηρὸς πετραίου χρωτὶ μάλιστα νόον προσφέρων” i. e. the sea-anemone, cf. Theogn. 215. fr. 43. 1. ]ι θῄρ μ[ Πα. 7C. a. 5. ὁ δὲ κηλεῖται χορευοίσαισι κα[ὶ θη]ρῶν ἀγέλαις (supp. Housman) Δ. 2. 22. ἀπὸ Ταυγέτοιο μὲν Λάκαιναν ἐπὶ θηρσὶ κύνα τρέχειν πυκινώτατον ἑρπετόν fr. 106. 2. -
20 θήρ
A beast of prey, esp. a lion (so used in Cephallenia, Sch. Il.15.324), Il.15.586, etc.; ὁ Νέμειος θ. E.HF 153: coupled with λέων, ib. 465, Epimenid.2: with λέαινα, AP14.63.4 (Mesom.); of the wild boar, Ἐρυμάνθιος θ. S.Tr. 1097; of Cerberus, Id.OC 1569 (lyr.); ὁ θ., of a hind, Id.El. 572: pl., generally, beasts, opp. birds and fishes,ἠέ που ἐν πόντῳ φάγον ἰσθύες, ἢ ἐπὶ χέρσου θηρσὶ καὶ οἰωνοῖσιν ἕλωρ γένετ' Od.24.291
; ;ἐν θηρσίν, ἐν βροτοῖσιν, ἐν θεοῖς ἄνω S.Fr.941.12
;ἐν ἄγρῃ θηρῶν Hdt. 3.129
;ἄφοβοι θῆρες S.Aj. 366
: metaph., θῆρες ξιφήρεις, of Orestes and Pylades, E.Or. 1272, cf. Ph. 1296 (lyr.); ἡ σφοδρότης.. θηρός (sc. Ἔρωτος) Alex.245.12: prov.,ἔγνω θὴρ θῆρα Arist.Rh. 1371b16
.2 of any living creature, πλωτοὶ θῆρες, i.e. dolphins, Arion 1.5; of vermin killed by birds, Ar.Av. 1064 (lyr.); of gnats, AP5.150 (Mel.); of the sacred animals in Egypt,ἀρχιστολιστὴς θηρῶν Sammelb.4011.4
.3 any fabulous monster, as the Sphinx, A.Th. 558 codd.; esp. of a centaur, S.Tr. 556, 568 (cf. φήρ); of Satyrs, E.Cyc. 624; οὐ θεῶν τις οὐδ' ἄνθρωπος οὐδὲ θ. A.Eu.70.—Less freq. than θηρίον in Prose, but found in Hdt. l.c. (v.l. θηρίων), X.Cyr.4.6.4, Pl.R. 559d, Sph. 235a, Ael. l.c., etc.;ἄγριοι θῆρες Arist.EE 1229a25
. (I.-E. ĝh[uglide]ēr-, cf. φήρ, Lith. žvėrìs 'wild beast'.)
См. также в других словарях:
θηρός — θήρ beast of prey masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θῆρος — θηρίον wild animal masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θήρ — θήρ, ὁ, ἡ (Α) 1. άγριο θηρίο, σαρκοβόρο («στολήν τε θηρὸς ἀμφέβαλλε σῷ κάρᾳ λέοντος», Ευρ.) 2. ζώο (α. «Ἐρυμάνθιος θήρ», Σοφ. β. «ἀντίσταθμον τοῡ θηρὸς (ἐλάφου) ἐκθύσειε τὴν αὐτοῡ κόρην», Σοφ.) 3. μυθικό τέρας («ἀμαίκακος θήρ» ο Κέρβερος, Σοφ.) 4 … Dictionary of Greek
λεξίθηρος — λεξίθηρος, ον (Α) αυτός που αποδίδει εξαιρετική σπουδαιότητα στις λέξεις και όχι στα νοήματα τού λόγου του. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για μεταπλασμένο τ. τού λεξιθήρας, με επίδραση τών συνθέτων που έχουν β συνθετικό θηρος (πρβλ. πολύ θηρος, φιλό… … Dictionary of Greek
μιξόθηρος — μιξόθηρος, ον, αρσ. και μιξόθηρ, ηρος (Α) αυτός που είναι κατά το ένα ήμισυ θηρίο και κατά το άλλο άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο) τού μίγνυμι* / μείγνυμι + θηρος (< θήρ, θηρός), πρβλ. φιλό θηρος] … Dictionary of Greek
μισόθηρος — μισόθηρος, ον (Α) 1. αυτός που απεχθάνεται τη θήρα, το κυνήγι 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μισόθηρον η απέχθεια προς το κυνήγι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + θηρος (< θήρ «άγριο θηρίο»), πρβλ. μιξό θηρος, φιλό θηρος] … Dictionary of Greek
πολύθηρος — ον, Α 1. αυτός που έχει πολλά θηρία, πολλά άγρια ζώα 2. (συν. ως προσωνυμία τής Δικτύννης) πολύ ικανός κυνηγός («οὐδ ἀμφὶ τὰν πολύθηρον Δίκτυνναν ἀμπλακίαις... τρύχει», Ιπποκρ.) 3. αυτός που ψαρεύει πολλά ψάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θηρος (< … Dictionary of Greek
σύνθηρος — ον, Α 1. αυτός που κυνηγά μαζί με κάποιον άλλο, ο συνθηρευτής* (α. «Τιγράνης, ὅς καὶ σύνθηρός ποτε ἐγένετο τῷ Κύρῳ», Ξεν. β. «σύνθηροι κύνες», Ανθ. Παλ.) 2. μτφ. αυτός που αναζητεί ή επιδιώκει κάτι από κοινού με κάποιον άλλο 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ… … Dictionary of Greek
τετράθηρος — ον, Α αυτός που έχει τέσσερα ζώα («τετράθηρον ἅρμα τῶν εὐαγγελίων» οι τέσσερεις ευαγγελιστές, Ιωάνν. Χρυσ). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + θηρος (< θήρ, θηρός «άγριο ζώο, θηρίο»), πρβλ. πολύ θηρος] … Dictionary of Greek
θήρα — I Νησί των Κυκλάδων. Βλ. λ. Σαντορίνη. Άποψη του γραφικού οικισμού Θήρα, με την πανοραμική θέα, στο ομώνυμο νησί των Κυκλάδων. II Κωμόπολη (υψόμ. 260 μ., 2.113 κάτ.) και πρωτεύουσα της Σαντορίνης. Είναι χτισμένη στα δυτικά παράλια του νησιού,… … Dictionary of Greek
μυόθηρος — μυόθηρος, ὁ (Α) το ποώδες φυτό ασπάραγος ο πετραίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντικός» + θηρός (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. μισό θηρος] … Dictionary of Greek