-
1 θηριωδες
τό звериная природа, дикость, грубость(τῆς φύσεως Plat.; τὸ κυνικὸν καὴ θ. Plut.)
-
2 θηριωδια
-
3 ερεθιζω
дор. ἐρεθίσδω (fut. ἐρεθίσω и ἐρεθιῶ)1) раздражать(τινὰ κερτομίοις ἐπέεσσι Hom.; οἱ νομάδες ἐρεθισθέντες ὑπὸ Δαρείου Her.)
2) дразнить, беспокоить(κύνας τ΄ ἄνδρας Hom. σφηκιάν Arph.; τὸν ὄφιν Arst.; τὸν πολέμιον Plut.)
3) сердить, возмущать(Μούσας Soph.)
4) возбуждать, волновать(φρένας Aesch.; τέν γεῦσιν ὀσμαῖς Plut.)
5) приводить в движение(χορούς Eur.)
πνεῦμα ἠρεθισμένον Eur. — ускоренное (от быстрой ходьбы) дыхание, одышка6) вызывать, разжигать(τὸ φονικὸν καὴ θηριῶδες Plut.)
ἐ. τινά Hom. — разжигать чьё-л. любопытство7) раздувать(φέψαλος ἐρεθιζόμενος ῥιπίδι Arph.)
8) растравлять, бередить(ἕλκος ἠρεθισμένον Polyb.)
9) манить, звать(κρήνη ἐρεθίζει Anacr.)
-
4 κοιμιζω
[= κοιμάω См. κοιμαω] (fut. κοιμίσω - атт. κοιμιῶ)1) смежать сном(ἄγρυπνον ὄμμα Eur.)
2) усыплятьεὖ τινα κοιμίσαι Soph. — упокоить кого-л. вечным сном;
κοιμίσασθαί τινα ἐς Ἅιδου Eur. — увести кого-л. в подземное царство3) умерщвлять, убивать(τινὰ ἀμφιπύρῳ φλογμῷ Eur.)
4) успокаивать, унимать(πόντον Soph.; θυμόν Plat.; τὰς λύπας Xen.)
; укрощать, умерять(τὸ θηριῶδες Plat.)
5) прекращать, пресекать(μεγαληγορίαν Eur.; θιάσους Plut.; ἐλπίδας Anth.)
6) ( об урне) покоить, хранить в себе(λείψανα πατρῴων νεκρῶν Anth.)
7) грам. ослаблять (притуплять) ударение, т.е. менять acutus на gravis
См. также в других словарях:
θηριῶδες — θηριώδης full of wild beasts masc/fem voc sg θηριώδης full of wild beasts neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
SEPELIENDI — Ius inter mores sive ἔθη quae τοῖς ἐγγράφοις, i. e. scrito iuri opponit, post Legatorum iura, commemoratur Dioni Chrysostomo, περὶ ἔθους, μὴ κωλύειν τοὺς νεκρους θάπτειν. Non prohiberi, quo minus sepeliantur mortui. Et Seneca Pater l. 1. Controv … Hofmann J. Lexicon universale
ακόνιτο — (aconitum). Επιστημονική ονομασία γένους ποωδών, πολυετών φυτών της οικογένειας των ρανουγκουλιδών. Περιλαμβάνει περισσότερα από 60 είδη της Ευρώπης, της Ασίας και της Βόρειας Αμερικής. Τα φυτά αυτά έχουν ψηλό βλαστό που μπορεί να φτάσει σε ύψος… … Dictionary of Greek
θηριώδης — ες (ΑΜ θηριώδης, ες) [θηρίο] 1. (για πρόσ.) άγριος, ορμητικός, επιθετικός όπως το θηρίο 2. (για πράξεις, ιδιότητες, καταστάσεις που αφορούν πρόσ.) αυτός που αρμόζει ή προσιδιάζει σε θηρίο, κτηνώδης, ζωώδης (α. «θηριώδης συμπεριφορά» β. «θηριώδης… … Dictionary of Greek
κυνικός — ή, ό (AM κυνικός, ή, όν) [κύων] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει σε σκύλο ή μοιάζει με σκύλο («τὸ κυνικὸν καὶ θηριῶδες τῶν ὀρέξεων κατέχειν», Πλούτ.) 2. αυτός που προέρχεται από τον αστερισμό τού Κυνός («κυνικά καύματα») 3. αυτός που… … Dictionary of Greek
πρωταγωνιστώ — πρωταγωνιστῶ, έω, ΝΑ [πρωταγωνιστής] (για ηθοποιούς) είμαι πρωταγωνιστής, υποδύομαι το πρώτο, το κύριο πρόσωπο ενός έργου νεοελλ. μτφ. διαδραματίζω τον σημαντικότερο ρόλο, αναπτύσσω σημαντικότατη δράση σε μία υπόθεση, είμαι πρωτεργάτης,… … Dictionary of Greek
ԳԱԶԱՆԱԲԱՐՈՅՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0520 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 12c, 14c գ. ԳԱԶԱՆԱԲԱՐՈՅՈՒԹԻՒՆ ԳԱԶԱՆԱԲԱՐՈՒԹԻՒՆ. τὸ θηριώδες feritas Գազանական բարք. անդթութիւն. կատաղութիւն. վահլէթ, ազղընլըգ. *Ի բաց արարէք ʼի ձէնջ զամենայն զգազանաբարոյութիւն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)