-
1 θηρι-ώδης
θηρι-ώδης, ες, thierisch; – a) voll wilder Thiere, Λιβύη Her. 4, 181, οὔρεα ϑηριωδέστατα 1, 110, vom Meere 6, 44, ϑῖνες Plut. Thes. 1. – b) nach Art der Thiere, βίοτος Eur. Suppl. 202; τὸ ϑηριῶδες τῆς φύσεως Plat. Crat. 394 e, öfter; ϑηριῶδες καὶ κυνικὸν δοκεῖ εἶναι Xen. Cyr. 5, 2, 17; καὶ ἄγριον Luc. Pseudol. 31; vgl. Arist. Eth. 7, 1. – Bei den Aerzten, bösartig, von Geschwüren. – Adv., ϑηριωδῶς ζῆν, διακεῖσϑαι πρὸς ἀλλήλους, Isocr. 3, 6. 4, 28.
-
2 κυνικός
-
3 κοιμίζω
κοιμίζω, = κοιμάω, einschläsern, in Schlaf bringen; ἄγρυπνον ὄμμα οὔτ' ἐκοίμισ' οὔτ' ἔβριξα Eur. Rhes. 825; so auch bei A.; in den Todesschlaf senken, Ἑρμῆν καλῶ, εὖ με κοιμίσαι Soph. Ai. 819; Τιτάνων γενεὰν Ζεὺς ἀμφιπ ύρῳ κοιμίζει φλογμῷ Eur. Hec. 473, vgl. Hipp. 1387; auch med. so, Troad. 589; übertr., besänftigen, stillen, zur Ruhe bringen, μεγαληγορίαν Phoen. 185, ἄημα πνευμάτων Soph. Ai. 659; ep. D., πόϑον Mel. 31 (XII, 19), ϑάλασσαν Philp. 12 (IX, 290), ἐλπίδας τάφος Parmen. 13 (VII, 183), λάρναξ κοιμίζουσα λείψανα νεκροῦ Bian. 5 (IX, 278), öfter. – Auch in Prosa, τὸ ϑηριῶδες κοιμίζεται καὶ ἡμεροῦται Plat. Rep. IX, 691 b, τὸν ϑυμόν Legg. IX, 873 a, τὰς λύπας Xen. Conv. 2, 24; τὴν στάσιν D. Hal. 9, 38. – Bei den Gramm. = den Acut in den Gravis verwandeln, z. B. Schol. Il. 8, 334 u. Arcad. 140, 9.
-
4 ἡμερόω
ἡμερόω, zahm machen, zähmen; von Thieren; ἡμεροῦταί τε καὶ ἀγριαίνει τὸ ϑρέμμα Plat. Rep. VI, 493 b; von Pflanzen und Bäumen, sie anbauen, sie durch Pflege, Pfropfen u. dgl. veredeln; auch τὴν γῆν, das Land bebauen, Theophr. – Uebertr., ein Land von wilden Thieren od. Räubern reinigen, daß es bewohnbar ist, χϑόνα ἀνήμερον τιϑέντες ἡμερωμένην Aesch. Eum. 14; von Menschen, entwildern, unterwürfig machen, οὐ πείϑων οὐδ' ἡμερῶν λόγῳ Plat. Rep. VIII, 554 d, δίκη πάντα ἡμέρωκε τὰ ἀνϑρώπινα Legg. XI, 937 d; pass., τὸ ϑηριῶδες κοιμίζεται καὶ ἡμεροῠται Rep. IX, 591 b; ἡμερούμενοι τοῖς δώροις Legg. X, 906 d. – Med., Einen sich unterwerfen, τοὺς ἐμποδὼν γινομένους Her. 4, 118; auch ἔϑνος τινί, 5, 2; vgl. Paus. 9, 32, 7.
См. также в других словарях:
θηριῶδες — θηριώδης full of wild beasts masc/fem voc sg θηριώδης full of wild beasts neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
SEPELIENDI — Ius inter mores sive ἔθη quae τοῖς ἐγγράφοις, i. e. scrito iuri opponit, post Legatorum iura, commemoratur Dioni Chrysostomo, περὶ ἔθους, μὴ κωλύειν τοὺς νεκρους θάπτειν. Non prohiberi, quo minus sepeliantur mortui. Et Seneca Pater l. 1. Controv … Hofmann J. Lexicon universale
ακόνιτο — (aconitum). Επιστημονική ονομασία γένους ποωδών, πολυετών φυτών της οικογένειας των ρανουγκουλιδών. Περιλαμβάνει περισσότερα από 60 είδη της Ευρώπης, της Ασίας και της Βόρειας Αμερικής. Τα φυτά αυτά έχουν ψηλό βλαστό που μπορεί να φτάσει σε ύψος… … Dictionary of Greek
θηριώδης — ες (ΑΜ θηριώδης, ες) [θηρίο] 1. (για πρόσ.) άγριος, ορμητικός, επιθετικός όπως το θηρίο 2. (για πράξεις, ιδιότητες, καταστάσεις που αφορούν πρόσ.) αυτός που αρμόζει ή προσιδιάζει σε θηρίο, κτηνώδης, ζωώδης (α. «θηριώδης συμπεριφορά» β. «θηριώδης… … Dictionary of Greek
κυνικός — ή, ό (AM κυνικός, ή, όν) [κύων] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει σε σκύλο ή μοιάζει με σκύλο («τὸ κυνικὸν καὶ θηριῶδες τῶν ὀρέξεων κατέχειν», Πλούτ.) 2. αυτός που προέρχεται από τον αστερισμό τού Κυνός («κυνικά καύματα») 3. αυτός που… … Dictionary of Greek
πρωταγωνιστώ — πρωταγωνιστῶ, έω, ΝΑ [πρωταγωνιστής] (για ηθοποιούς) είμαι πρωταγωνιστής, υποδύομαι το πρώτο, το κύριο πρόσωπο ενός έργου νεοελλ. μτφ. διαδραματίζω τον σημαντικότερο ρόλο, αναπτύσσω σημαντικότατη δράση σε μία υπόθεση, είμαι πρωτεργάτης,… … Dictionary of Greek
ԳԱԶԱՆԱԲԱՐՈՅՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0520 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 12c, 14c գ. ԳԱԶԱՆԱԲԱՐՈՅՈՒԹԻՒՆ ԳԱԶԱՆԱԲԱՐՈՒԹԻՒՆ. τὸ θηριώδες feritas Գազանական բարք. անդթութիւն. կատաղութիւն. վահլէթ, ազղընլըգ. *Ի բաց արարէք ʼի ձէնջ զամենայն զգազանաբարոյութիւն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)