-
1 θηλύ-μορφος
θηλύ-μορφος, weiblich gestaltet, Eur. Bacch. 353; Arist. physiogn. im compar.
-
2 θηλύμορφος
См. также в других словарях:
θηλύμορφος — η, ο (Α θηλύμορφος, ον) αυτός που έχει μορφή γυναίκας αρχ. 1. αυτός που έχει τον τύπο γυναίκας 2. ο αριθμός τέσσερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ * + μορφος (< μορφή), πρβλ. ά μορφος, εύ μορφος] … Dictionary of Greek