Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

θηλυ-πρεπής

См. также в других словарях:

  • θηλυπρεπής — ές (Α θηλυπρεπής, ές) αυτός που αρμόζει στις γυναίκες νεοελλ. 1. (για πρόσωπα) αυτός που συμπεριφέρεται σαν γυναίκα 2. μαλθακός, τρυφηλός 3. άτολμος, δειλός αρχ. 1. γυναικείος 2. φρ. «θηλυπρεπής θεότης» η διχόνοια. επίρρ... θηλυπρεπώς με τρόπο… …   Dictionary of Greek

  • λαοπρεπής — λαοπρεπής, ές (Α) αυτός που αρμόζει στον λαό. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαο * + πρεπής (< πρέπω), πρβλ. θεο πρεπής, θηλυ πρεπής] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»