-
1 θηλυπρεπής
θηλυ-πρεπής, ές,A befitting a woman,ποικίλματα Agath.3.28
; womanish,οἰνοχόοι AP 12.175
(Strat.), cf. Chor.Lyd.7: metaph., θεότης θ., of Difference, Dam.Pr. 192.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θηλυπρεπής
См. также в других словарях:
θηλυπρεπής — ές (Α θηλυπρεπής, ές) αυτός που αρμόζει στις γυναίκες νεοελλ. 1. (για πρόσωπα) αυτός που συμπεριφέρεται σαν γυναίκα 2. μαλθακός, τρυφηλός 3. άτολμος, δειλός αρχ. 1. γυναικείος 2. φρ. «θηλυπρεπής θεότης» η διχόνοια. επίρρ... θηλυπρεπώς με τρόπο… … Dictionary of Greek
λαοπρεπής — λαοπρεπής, ές (Α) αυτός που αρμόζει στον λαό. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαο * + πρεπής (< πρέπω), πρβλ. θεο πρεπής, θηλυ πρεπής] … Dictionary of Greek