-
1 θεό-δμητος
θεό-δμητος (auch ϑεοδμήτη Δῆλος, Pind. Ol. 6, 59), von Gott gebau't, gegründet; πύργοι Il. 8, 519; βωμός, für die Götter erbau't, Eur. Hec. 23; Soph. El. 707; Pind. öfter, auch übertr., ἀρετή I. 5, 10, χρέος Ol. 3, 7.
-
2 θεόδμητος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεόδμητος
-
3 θεόδμητος,
θεό-δμητος, u. θεο-δόμητος, von Gott gebaut, gegründet; βωμός, für die Götter erbaut -
4 θεοδόμητος
θεό-δμητος, u. θεο-δόμητος, von Gott gebaut, gegründet; βωμός, für die Götter erbaut -
5 θεόδμητος
θεό - δμητος ( δέμω): god - built, Il. 8.519†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > θεόδμητος
-
6 θεοδμητος
-
7 θειόδμητος
A v.l. θεοδηλήτου).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θειόδμητος
См. также в других словарях:
θεόδμητος — και θεοδόμητος, η, ο (Α θεόδμητος, δωρ. τ. θεόδματος, ον, θηλ. και θεοδμάτα) ο κτισμένος ή θεμελιωμένος από θεό («Ἀθηνῶν τῶν θεοδμήτων», Σοφ.) νεοελλ. (για μονές ή ναούς) ο κτισμένος για προσκύνηση και λατρεία τού θεού αρχ. αυτός που έχει… … Dictionary of Greek
νεόδμητος — (I) η, ο (Α νεόδμητος και δωρ. τ. νεόδματος, ον) αυτός που οικοδομήθηκε πρόσφατα, νεόκτιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + δμητος (< θ. δμη / δμᾱ τού δέμω «χτίζω, οικοδομώ»), πρβλ. θεό δμητος, χρυσεό δμητος]. (II) νεόδμητος, ον (Α) 1. (για άλογα)… … Dictionary of Greek
λιθόδμητος — η, ο (Α λιθόδμητος, ον) ο κτισμένος με λίθους, λιθόκτιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + δμητος (< δέμω «κτίζω»), πρβλ. δορί δμητος, θεό δμητος] … Dictionary of Greek
λυρόδμητος — λυρόδμητος, ον (Α) (ως επίθ. τών Θηβών) αυτός που οικοδομήθηκε με μουσική υπόκρουση λύρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύρα + δμητος (< δέμω «οικοδομώ»), πρβλ. θεό δμητος, χρυσεό δμητος] … Dictionary of Greek