-
1 θεωρούς
θεωρόςenvoy sent to consult an oracle: masc acc pl -
2 θεωρός
θεωρός, ὁ (ϑεάομαι, kein comp.; nach Poll. 2, 55 ἀπὸ τοῦ πρὸς ϑεὸν ὀρούειν, ὁρμᾶν; nach Hsrpocr. u. A. von ϑεός u. ὤρα, τοὺς τὰ ϑεῖα φυλάσσοντας, τῶν ϑείων φροντίζοντας; die Hauptbedeutung ist aber das Wahrnehmen des Schauspiels), der Zuschauer, bes. ein von Staatswegen Abgesandter, entweder um das Orakel im Namen u. Auftrage seines Staates zu befragen, Soph. O. C. 414 O. R. 114 Arr. An. 7, 23, 8, od. um ein Opfer u. Weihgeschenk zu überbringen, Plut. Demetr. 11 Camill. 8, od. im Namen seines Staates einer Feier, bes. Festspielen, als Zuschauer beizuwohnen, Böckh Staathh. I p. 229; Arist. u. A.; – übh. Zuschauer, πόνων ἐμῶν ϑεωρός Aesch. Prom. 118, πραγμάτων ϑ. γενοῦ Ch. 244, ὄμμασιν ὄντως ϑεωρός Plat. Legg. XII, 953 a, ϑεωροὺς πολέμου τοὺς παῖδας ποιεῖν Rep. V, 467 e.
-
3 θεωρέω
θεωρέω, ein ϑεωρός sein, Zuschauer bei den öffentlichen Spielen u. Festen sein, als Zuschauer zu einem Feste hinziehen, bes. als Abgesandter des Staates, s. ϑεωρός; τὰ Ὀλύμπια ϑεωρεῖν Her. 1, 59. 8, 26; σ ύν τε γὰρ γυναιξὶ καὶ παισὶν ἐϑεώρουν, ὥςπερ νῠν ἐς τὰ Ἐφέσια Ἴωνες, sie zogen mit Frau u. Kind zu den Festspielen, Thuc. 3, 104; allgemein, περὶ μὲν τῶν ἱερῶν τῶν κοινῶν, ϑύειν καὶ ἰέναι καὶ μαντεύεσϑαι καὶ ϑεωρεῖν 5, 18, wo der Schol. ϑεωροὺς πέμπειν erkl.; ἐϑεώρο υν εἰς τὰ Ἴσϑμια 8, 10; ἐγὼ δὲ τεϑεώρηκα πώπ οτ' οὐδαμοῖ, πλὴν εἰς Πάρον Ar. Vesp. 1188, so auch ἀγῶνα, Xen. An. 1, 2, 10. vgl. 5. 3, 8; absolut, nach Delphi zum Orakel gehen, Plat. Ep. III, 315 b; ἐς Ὀλυμπίαν Luc. Tim. 50. – Uebh. ansehen, schauen, betrachten; ἦ ϑεωρήσων τύχας ἐμὰς ἀφῖξαι; Aesch. Prom. 302 (sonst nicht bei Tragg., denn ϑεωρήσασα τοὐμὸν ὄμμα Soph. O. C. 1086 ist zw. L. u. schwierige Verbindung, s. Herm.); στρατιώτας, mustern, Xen. An. 1, 2, 16 Hell. 4, 5, 6 u. oft; in Prosa von Plat. an sehr gewöhnlich, auch auf geistiges Beschauen übertr., betrachten, erwägen; ϑεωρεῖν τὰ περὶ τὸν πόλεμ ον Rep. V, 467 c; πολλοὺς καὶ καλοὺς λόγους Conv. 210 d; καὶ σκοποῦμαι Phaed. 99, d; auch pass., τὸ ὑπὸ τῆς τοῠ διαλέγεσϑαι ἐπιστήμης τοῦ ὄντος τε καὶ νοητοῦ ϑεωρούμενον Rep. VI, 511 e; neben λογίζομαι Dem. 1, 12; öfter bei den Rednern u. Folgdn; ἡ σοφία ϑεωρεῖ οὐδέν Arist. Eth. 6, 12; ϑεωρήσεται ist pass., S. Emp. adv. gramm. 70, der ϑεωρεῖσϑαι oft (wie das lat. videri) fast für εἶναι braucht, z. B. ὃ πάλιν τῶν ἀπόρων ϑεωρεῖται adv. geom. 48, was sin Folge der Untersuchung) gehört.
-
4 θεωρος
дор. θεᾱρός ὅ1) зритель, свидетель, наблюдатель(πόνων τινός Aesch.; ἀκροατές θ. ἐστι Arst.)
ὄμμασιν ὄντως θ. Plat. — непосредственный свидетель2) теор (государственный представитель, исполнявший поручения культового характера)θ. ἐκδημῶν Soph. — отправившись в качестве теора, т.е. с поручением вопросить оракул;λαμπὰς θ. Εἰκάδων Eur. — факел, освещающий празднества Икад3) ( в эллинистическую эпоху) полномочный представитель государства, посол4) паломник, путешественник(ἐξ ἄλλης χώρας Plat.)
5) (в Мантинее и др.) «блюститель» (лицо, облеченное высшей гражданской властью) Thuc. -
5 θεωρητής
II overseer, director, Sch.Opp.H.3.257.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεωρητής
-
6 θεωρός
θεωρός, ὁ (v. infr.),A envoy sent to consult an oracle, S.OT 114, OC 413; to present an offering, Orac. ap. D.21.53; to be present at festivals,θεωροὺς εἰς τὰ Πύθια πέμψαι D.19.128
, cf. D.H.Lys.29, etc.2 generally, envoy, sent to kings regarded as divine, Plu.Demetr.11, Ath.13.607c.II title of a magistrate at Mantinea, Th.5.47; at Naupactus, IG9(1).360 (pl.), cf. ib.12(5).527 (found in Ceos); at Thasos, ib.12(8).267, etc.III spectator, Thgn.805, A.Pr. 118, Ch. 246, Fr. 289; , etc.; opp. ἀγωνιστής, Achae.3; one who travels to see men and things, Pl.Lg. 951a, 953c; also (lyr., s.v.l.). (Un[var] contr. [full] θεαορός Schwyzer664.30 (Orchom. Arc., iv B.C.): [var] contr. [full] θεᾱρός in [dialect] Dor. ( SIG558.24, etc.), Arc. (IG5(2).4 ([place name] Tegea), etc.): [full] θεουρός Thess. (Inscr.Magn.26): [full] θευρός Thas. (IG12(8). l.c.); [full] θιᾱρός Corc. (Inscr.Magn.44).) (Perh. fr. θεᾱ-hορϝος, cf. θεη-κόλος and θυρωρός ([etym.] θυρουρός) fr. θυρᾰ-hορϝος.) -
7 προαιρέω
A- ήσω Babr.108.26
: [tense] aor. προεῖλον:—bring forth, produce from one's stores, προαιρούσαις λαθεῖν (prob. l.)ἄλφιτον, ἔλαιον κτλ. Ar.Th. 419
;ἰσχάδας Pherecr. 68
;τὸν σῖτον.. ἐντεῦθεν προαιροῦντας πωλεῖν Th.8.90
;ἐκ τοῦ ταμιείου Thphr.Char.4.6
, cf. Men.Sam.15, Luc.Rh.Pr.17, Babr.1.c.II mostly [voice] Med., late [tense] impf.ἐπροῃρούμην Ph.1.72
codd.: [tense] fut. - αιρήσομαι: [tense] aor. - ειλόμην: [tense] pf. [voice] Pass. (in med. sense) - ῄρημαι (v. infr.):—take away first for oneself, [ἀστραγάλους] ἐκ φορμίσκων Pl.Ly. 206e
; remove,Ῥωμαίων τὰς ἀφορμάς Plb.16.29.1
.b elect previously,τινὰς ἐκ τοῦ πλήθους Arist.Pol. 1298b27
(s.v.l.);προελομένου τοῦ δήμου θεωρούς Inscr.Prien.108.152
(ii B.C.).2 prefer,τοῦ παρόντος κινδύνου τὸν μέλλοντα Hdn.6.8.6
: but mostly folld. by a Prep.,πρὸ τοῦ κεκινημένου τὸν σώφρονα προαιρεῖσθαι φίλον Pl.Phdr. 245b
;ἀντὶ ἀρετῆς.. οὐδ' ἂν τὰ Σύρων.. πάντα προέλοιντο X.Cyr.5.2.12
;κριτικήν τινα [ἐπιστήμην] ἐκ τῶν ἄλλων προειλόμεθα Pl.Plt. 292b
.3 c. acc. only, choose deliberately, prefer, , cf. Prt. 327a, La. 200e, Luc.DMort.15.1, etc.;βιοῖ.. οὐδεὶς ὃν προαιρεῖται βίον Men.Mon.65
;ἃ λυσιτελεῖ προελέσθαι D.Ep.3.31
;οὐ προσήκοντας.. προῃρῆσθαι λόγους Id.18.129
;τῷ προαιρεῖσθαι τἀγαθὰ ἢ τὰ κακὰ ποιοί τινές ἐσμεν Arist.EN 1112a2
, cf. Rh. 1382a35; having undertaken,Lycurg.
5;πολλὰ καὶ καλὰ καὶ μεγάλ' ἡ πόλις προείλετο δἰ ἐμοῦ D.18.285
;ταύτην π. τὴν σκέψιν Arist.Pol. 1324a21
; opp.φεύγειν τι, Id.EN 1172a25, Po. 1450b9: abs., ὁ ἀκρατὴς ἐπιθυμῶν μὲν πράττει, προαιρούμενος δὲ οὔ not by preference, not deliberately, Id.EN 1111b14, cf. 1135b9, Rh. 1368b11.4 c. inf., choose deliberately to do, Lys.30.31, Pl.Demod. 381b, Arist.Pol. 1315a26, IG 22.448.53;π. τὸ κατεπεῖγον μᾶλλον πράττειν ἤ.. X.Mem.2.1.2
.b purpose or propose to do,εὖ δρᾶν προῃρημένος Democr.96
;ὑπὲρ ἐμοῦ προῄρησαι λέγειν Pl.Phlb. 28b
;εἰ προαιρησόμεθα.. τούτου μεμνῆσθαι D.18.176
;π. λαβεῖν Arist.Pol. 1290b25
: with inf. omitted, πλὴν ὧν ἐγὼ προειλόμην (sc. πρᾶξαι) D.18.190, cf. Arist.EN 1136b15, Pol. 1301a19.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προαιρέω
-
8 ἐξαποστέλλω
A : [tense] pf.ἐξαπέσταλκα Attal.
(v. infr.):—dispatch,πρεσβευτάς Plb.3.11.1
;στρατηγόν D.S.19.102
; (Delph., ii B. C.);βιβλίον τινί Attal.
ap. Hipparch.1.3.3:—[voice] Pass., to be dispatched, Philipp. ap. D.18.77, OGI90.20 (Rosetta, ii B. C.);ὑπό τινων Vit.Philonid.p.7C.
; ἐξαπεσταλμένοι μάχεσθαι Aristeas 13; alsoἡμῶν ὁ λόγος-εστάλη Act.Ap.13.26
.2 send forth, [δαίμων] -στέλλων ὕδατα καὶ ἀνέμους Sammelb.4324.16
.3 of prisoners, send before a tribunal,ἐ. τινὰ δέσμιον πρός τινας PTeb.22.18
(ii B. C.), etc.: —[voice] Pass., PTaur. 1iii13 (ii B. C.).II send away, dismiss, e.g. a prisoner, Plb.4.84.3; ἐ. τινὰ κενόν send away empty-handed, Ev.Luc. 1.53; divorce a wife, LXXDe.24.4; expel, ἐκ τοῦ παραδείσον ib.Ge. 3.23.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξαποστέλλω
См. также в других словарях:
θεωρούς — θεωρός envoy sent to consult an oracle masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεώριος — και δωρ. τ. θεάριος, ον (ΑΜ) [θεωρός] το ουδ. ως ουσ. τὸ θεώριον το θέαμα αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους θεωρούς 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θεώριον θέση για τους θεωρούς, θεωρείο 3. ως κύριο όν. ὁ Θεώριος επίθ. τού Απόλλωνος … Dictionary of Greek
Φίλιπποι — Αρχαία πόλη της Μακεδονίας, ΒΔ της Καβάλας, η οποία ιδρύθηκε (με το όνομα Κρηνίδες) το 360/59 π.Χ., γνώρισε αξιόλογη ανάπτυξη στα χρόνια της μακεδονικής κυριαρχίας, έζησε και άκμασε ως ρωμαϊκή πόλη περίπου επί τρεις αιώνες, δέχτηκε πρώτη στην… … Dictionary of Greek
BRABEUTA — Graece Βραβεὺς, item Βραβευτὴς, Iudex dicebatur apud Graecos, qui in Ludis pubilicis, Sacris inprimis Agonibus, praesidebat: cuiusinodi munus olim maximi aestimabatur. Unde apud Persas, insos Reges praemia proposuisse cursus corumque omnium,… … Hofmann J. Lexicon universale
θεαρίς — θεαρίς, ίδος, ἡ (Α) αυτή που ανήκει ή αρμόζει στους θεωρούς*. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τ. τού θεαρός] … Dictionary of Greek
θεωροδόκος — και θεαροδόκος και θεουροδόκος, ον (Α) 1. πολίτης που επιμελείται τα θεωρικά χρήματα 2. πολίτης που υποδέχεται τους θεωρούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεωρός + δοκος (< δέχομαι), πρβλ. ξενο δόκος] … Dictionary of Greek
θεωρώ — (ΑΜ θεωρῶ, έω) 1. κοιτάζω, θωρώ, παρακολουθώ προσεκτικά με το βλέμμα 2. εξετάζω, ερευνώ νεοελλ. 1. νομίζω, φρονώ, κρίνω (α. «τόν θεωρώ αδελφό μου» β. «τόν θεωρώ υπεύθυνο για...») 2. (για υπάλληλο) ελέγχω τη γνησιότητα εγγράφων 3. προσκομίζω στις… … Dictionary of Greek
προσήγορος — ον, και δωρ. τ. ποτάγορος, Α 1. αυτός που προσαγορεύει, που προσφωνεί κάποιον («παλλάδος θεᾱς ὅπως ἱκοίμην εὐγμάτων προσήγορος», Σοφ.) 2. (για τις μαντικές βαλανιδιές τής Δωδώνης) αυτές που απευθύνουν τον λόγο στους θεωρούς, που με το θρόισμά… … Dictionary of Greek