-
1 θετός
II taken as one's child, adopted, Pi.O.9.62, E.Fr. 359, etc.;θετὸν παῖδα ποιεῖσθαι Hdt.6.57
, cf. Pl.Lg. 929c; θετὸς γενέσθαι τινί or ὑπό τινος, Plu.Thes.13, App.BC 1.5; θετός, ὁ, adopted son, dub. in Is.3.69; θετή adopted daughter, Hsch.; also θ. πατήρ adoptive father, D.S.10.11. -
2 θετός
θετόςplaced: masc nom sg -
3 θετός
1 adopted εὐφράνθη τε ἰδὼν ἥρως θετὸν υἱόν (sc. Λοκρόν; i. e. fathered on him by Zeus) O. 9.62 -
4 θετός
fosterΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > θετός
-
5 θετά
θετόςplaced: neut nom /voc /acc plθετά̱, θετόςplaced: fem nom /voc /acc dualθετά̱, θετόςplaced: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
6 θετόν
θετόςplaced: masc acc sgθετόςplaced: neut nom /voc /acc sg -
7 θετοί
θετόςplaced: masc nom /voc pl -
8 θετούς
θετόςplaced: masc acc pl -
9 θετή
θετόςplaced: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
10 θετήν
θετόςplaced: fem acc sg (attic epic ionic) -
11 θετών
-
12 θετῶν
-
13 θετή
-
14 θετῇ
-
15 θετοίς
-
16 θετοῖς
-
17 θετού
-
18 θετοῦ
-
19 θετώ
-
20 θετῷ
См. также в других словарях:
θετός — placed masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θετός — ή, ό (ΑΜ θετός, ή, όν) [τίθημι] 1. υιοθετημένος («θετός γιος», «θετή κόρη») 2. φρ. α) «θετός πατέρας» αυτός που έχει υιοθετήσει κάποιον β) «θετή μητέρα» αυτή που έχει υιοθετήσει κάποιον μσν. το αρσ. ως ουσ. ο θετός το υιοθετημένο αγόρι μσν. αρχ.… … Dictionary of Greek
θετός — ή, ό 1. τοποθετημένος, βαλμένος. 2. υιοθετημένος: Θετός γιος. – Θετή κόρη. 3. «θετοί γονείς», όχι φυσικοί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θετά — θετός placed neut nom/voc/acc pl θετά̱ , θετός placed fem nom/voc/acc dual θετά̱ , θετός placed fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θετόν — θετός placed masc acc sg θετός placed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θετοῖς — θετός placed masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θετοί — θετός placed masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θετοῦ — θετός placed masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θετούς — θετός placed masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θετῇ — θετός placed fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θετή — θετός placed fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)