-
1 Θερμάν
-
2 Θερμᾶν
-
3 θερμάν
θέρμαfem gen pl (doric aeolic)θέρμηheat: fem gen pl (doric aeolic)θερμάζωfut part act masc voc sg (doric aeolic)θερμάζωfut part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)θερμάζωfut part act masc nom sg (doric aeolic)θερμάζωfut inf actθερμόςhot: masc /fem gen pl (doric) -
4 θερμᾶν
θέρμαfem gen pl (doric aeolic)θέρμηheat: fem gen pl (doric aeolic)θερμάζωfut part act masc voc sg (doric aeolic)θερμάζωfut part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)θερμάζωfut part act masc nom sg (doric aeolic)θερμάζωfut inf actθερμόςhot: masc /fem gen pl (doric) -
5 Θέρμαν
Θέρμᾱν, Θέρμηheat: fem acc sg (doric aeolic) -
6 θερμάν
θερμά̱ν, θερμόςhot: fem acc sg (doric aeolic) -
7 θέρμαν
θέρμᾱν, θέρμαfem acc sg (doric aeolic)θέρμᾱν, θέρμηheat: fem acc sg (doric aeolic) -
8 θερμαντέον
A one must heat, Gal.10.104.II Adj. [suff] θερμαν-τέος, α, ον, to be heated, Hp.Art.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θερμαντέον
-
9 θέρμανσις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θέρμανσις
-
10 θερμαντήρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θερμαντήρ
-
11 θερμαντήριος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θερμαντήριος
-
12 θερμαντικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θερμαντικός
-
13 θερμαντός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θερμαντός
-
14 θερμός
1 warmθερμὰ Νυμφᾶν λουτρὰ βαστάζεις O. 12.19
οὐδὲ θερμὸν ὕδωρ τόσον γε μαλθακὰ τεύχει γυῖα τόσσον N. 4.4
ἦ μὰν ἀνόμοιά γε δᾴοισιν ἐν θερμῷ χροὶ ἕλκεα ῥῆξαν N. 8.28
θερμὰ δὴ τέγγων δάκρυα στοναχαῖς N. 10.75
“ δοιὰ βοῶν θερμὰ πρὸς ἀνθρακιὰν στέψαν” i. e. still warm, just killed fr. 168. 2. θερμᾶν νόσων feverish P. 3.66 -
15 ἰατήρ
1 healerἰατῆρά τοί κέν μιν πίθον καί νυν ἐσλοῖσι παρασχεῖν ἀνδράσιν θερμᾶν νόσων P. 3.65
met., ἐσσὶ δ' ἰατὴρ ἐπικαιρότατος Arkesilas, as healer of political wrongs P. 4.270 -
16 Λατοίδας
Λᾱτοίδας (-οίδας, -οδας, -οίδα, -οδα, -οδαν; -οίδαισιν.)1 child of Leto Apollo,ἀμφί τε Λατοίδα σοφίᾳ βαθυκόλπων τε Μοισᾶν P. 1.12
ὔμμι Λατοίδας ἔπορεν Λιβύας πεδίον P. 4.259
Κυράνας· τὰν ὁ χαιτάεις ἀνεμοσφαράγων ἐκ Παλίου κόλπων ποτὲ Λατοδας ἅρπασ P. 9.5
θεμιπλέκτοις ἁμᾶ Λατοδα στεφάνοις ἐκ τᾶς ἱερᾶς Σικυῶνος N. 9.53
ἄλσος Ἀπόλλωνος, τόθι Λατοδαν μελπόμεναι ποδὶ κροτέο[ντι Pae. 6.15
ἰατῆρα θερμᾶν νόσων ἤ τινα Λατοδα κεκλημένον ἢ πατέρος (v. καλέω) P. 3.67 pl., Apollo and Artemis,Λατοίδαισιν ὀφειλόμενον Πυθῶνί τ' αὔξῃς οὖρον ὕμνων P. 4.3
fragg., Λ]ατοϊδαιν[ Πα. 12a. 4. Λατοιδ[α (supp. Snell) ?fr. 344. 3. -
17 νόσος
νόσος, νοῡσος (ἡ: νόσοι, -ων, -ους; νούσῳ, -ον, -ων.)1 illness, affliction ὀξείας δὲ νόσους ἀπαλάλκοι (sc. Ζεύς) O. 8.85Ἀσκλαπιόν, ἥροα παντοδαπᾶν ἀλκτῆρα νούσων P. 3.7
πολυπήμονας ἀνθρώποισιν ἰᾶσθαι νόσους P. 3.46
ἰατῆρα θερμᾶν νόσων P. 3.66
βαρειᾶν νόσων ἀκέσματ P. 5.63
νόσοι δ' οὔτε γῆρας οὐλόμενον κέκραται ἱερᾷ γενεᾷ P. 10.41
Ἰάλεμον ὠμοβόλῳ νούσῳ πεδαθέντα σθένος Θρ. 3. 10. met., ἀλλ' εὔχεται οὐλομέναν νοῦσον διαντλήσαις ποτὲ οἶκον ἰδεῖν (sc. Δαμόφιλος, who suffers the miseries of exile) P. 4.293 -
18 νουσος
νόσος, νοῡσος (ἡ: νόσοι, -ων, -ους; νούσῳ, -ον, -ων.)1 illness, affliction ὀξείας δὲ νόσους ἀπαλάλκοι (sc. Ζεύς) O. 8.85Ἀσκλαπιόν, ἥροα παντοδαπᾶν ἀλκτῆρα νούσων P. 3.7
πολυπήμονας ἀνθρώποισιν ἰᾶσθαι νόσους P. 3.46
ἰατῆρα θερμᾶν νόσων P. 3.66
βαρειᾶν νόσων ἀκέσματ P. 5.63
νόσοι δ' οὔτε γῆρας οὐλόμενον κέκραται ἱερᾷ γενεᾷ P. 10.41
Ἰάλεμον ὠμοβόλῳ νούσῳ πεδαθέντα σθένος Θρ. 3. 10. met., ἀλλ' εὔχεται οὐλομέναν νοῦσον διαντλήσαις ποτὲ οἶκον ἰδεῖν (sc. Δαμόφιλος, who suffers the miseries of exile) P. 4.293 -
19 παρέχω
παρέχω, παρίσχω (παρέχει, -οντι, παρίσχει; παρέχοι; -έχων, -έχοισα; -έχειν: aor. παράσχοι; -σχεῖν.)a grantθεὸς τῶνδε κείνων τε κλυτὰν αἶσαν παρέχοι φιλέων O. 6.102
εἰ γὰρ ὁ πᾶς χρόνος ὄλβον μὲν εὐθύνοι, καμάτων δ' ἐπίλασιν παράσχοι P. 1.46
τὰ δ' οὐκ ἐπ ἀνδράσι κεῖται. δαίμων δὲ παρίσχει P. 8.76
κεράιζεν ἀγρίους θῆρας, ἦ πολλάν τε καὶ ἡσύχιον βουσὶν εἰρήναν παρέχοισα πατρῴαις P. 9.23
Πιερίδων ἀρόταις δυνατοὶ παρέχειν πολὺν ὕμνον ἀγερώχων ἐργμάτων ἕνεκεν N. 6.33
γινώσκομαι δὲ καὶ μοῖσαν παρέχων ἅλις Pae. 4.24
ἀνδ]ρὶ σοφῷ παρέχει μέλος Pae. 18.3
add. pr. adj., δέμας ἀκέντητον ἐν δρόμοισι παρέχων (sc. Φερένικος) O. 1.21ἀμοιβαῖα θεοῖσι δεῖπνα παρέχων O. 1.39
ἰατῆρά τοι κέν μιν πίθον καί νυν ἐσλοῖσι παρασχεῖν ἀνδράσιν θερμᾶν νόσων ἤ τινα Λατοίδα κεκλημένον ἢ πατέρος P. 3.66
εἰ μισθοῖο συνέθευ παρέχειν φωνὰν ὑπάργυρον P. 11.41
b allowI c. dat. & inf.βουλαὶ δὲ πρεσβύτεραι ἀκίνδυνον ἐμοὶ ἔπος σε ποτὶ πάντα λόγον ἐπαινεῖν παρέχοντι P. 2.67
II impers., c. dat. & inf., it is allowed τὸν αἰνεῖν ἀγαθῷ παρέχει (Tricl.: παρέχειν cod.) I. 8.69 -
20 θέρμα
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Θέρμαν, Ούμα — (Uma Thurman, Βοστόνη 1970 –). Αμερικανίδα ηθοποιός. Από τις πιο χαρακτηριστικές φιγούρες της νέας γενιάς ηθοποιών με ικανότητα σε μεγάλη γκάμα ρόλων, η Θ. πήρε το όνομα της από μία θεά της ινδουιστικής μυθολογίας, μετά από επιλογή του πατέρα της … Dictionary of Greek
Θερμᾶν — Θέρμη heat fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμᾶν — θέρμα fem gen pl (doric aeolic) θέρμη heat fem gen pl (doric aeolic) θερμάζω fut part act masc voc sg (doric aeolic) θερμάζω fut part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) θερμάζω fut part act masc nom sg (doric aeolic) θερμάζω fut inf act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμάν — θερμά̱ν , θερμός hot fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θέρμαν — Θέρμᾱν , Θέρμη heat fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέρμαν — θέρμᾱν , θέρμα fem acc sg (doric aeolic) θέρμᾱν , θέρμη heat fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέρμα — Οικισμός (574 κάτ.) του νομού Σερρών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νιγρίτης. * * * (I) θέρμα, ἡ (Α) (δωρ. τ.) η θέρμη. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. ονομ. τού θέρμη*. Απαντά και αιτ. θέρμᾰν]. (II) τα θερμά λουτρά, ιαματικές πηγές. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
ιθυντήριος — α, ο (Α ἰθυντήριος, ον, θηλ. και ἰθυντηρία) αυτός που διευθύνει, που οδηγεί, ο κατευθυντήριος νεοελλ. ναυτ. φρ. «ιθυντήρια σημεία» σημεία στην ξηρά, κοντά στην παραλία, που δίνουν τη δυνατότητα στον πλοίαρχο να κατευθύνει το πλοίο με ασφάλεια… … Dictionary of Greek
λαογραφία — Η επιστήμη που μελετά το σύνολο των εκδηλώσεων και των φαινομένων ενός λαϊκού πολιτισμού (ήθη, έθιμα, τέχνη, λογοτεχνία, υλικό βίο κ.ά.). Στη διεθνή ορολογία έχει επικρατήσει η αγγλική λέξη folkore (σύνθεση των λέξεων folk = λαός, και lore =… … Dictionary of Greek
ξηραντήρας — ο τεχνολ. συσκευή η οποία χρησιμοποιείται στα χημικά εργαστήρια για την ξήρανση διαφόρων χημικών, κυρίως, ουσιών, πρώτων υλών ή και τελικών προϊόντων μιας χημικής αντίδρασης ή διεργασίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξηραν τού ξηραίνω, πρβλ. αόρ. ξήραν α +… … Dictionary of Greek
οσφραντήριος — ὀσφραντήριος, ία, ον (ΑΜ) 1. αυτός με τον οποίο οσφραίνεται κάποιος, αυτός που συντελεί στην όσφρηση, οσφρητικός («μυκτῆρες ὀσφραντήριοι», Αριστοφ.) 2. αυτός που μπορεί να οσφραίνεται 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀσφραντήριον (ενν. φάρμακον) ισχυρή οσμή … Dictionary of Greek