Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

θερμᾶν

См. также в других словарях:

  • Θέρμαν, Ούμα — (Uma Thurman, Βοστόνη 1970 –). Αμερικανίδα ηθοποιός. Από τις πιο χαρακτηριστικές φιγούρες της νέας γενιάς ηθοποιών με ικανότητα σε μεγάλη γκάμα ρόλων, η Θ. πήρε το όνομα της από μία θεά της ινδουιστικής μυθολογίας, μετά από επιλογή του πατέρα της …   Dictionary of Greek

  • Θερμᾶν — Θέρμη heat fem gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερμᾶν — θέρμα fem gen pl (doric aeolic) θέρμη heat fem gen pl (doric aeolic) θερμάζω fut part act masc voc sg (doric aeolic) θερμάζω fut part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) θερμάζω fut part act masc nom sg (doric aeolic) θερμάζω fut inf act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερμάν — θερμά̱ν , θερμός hot fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θέρμαν — Θέρμᾱν , Θέρμη heat fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέρμαν — θέρμᾱν , θέρμα fem acc sg (doric aeolic) θέρμᾱν , θέρμη heat fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέρμα — Οικισμός (574 κάτ.) του νομού Σερρών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νιγρίτης. * * * (I) θέρμα, ἡ (Α) (δωρ. τ.) η θέρμη. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. ονομ. τού θέρμη*. Απαντά και αιτ. θέρμᾰν]. (II) τα θερμά λουτρά, ιαματικές πηγές. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • ιθυντήριος — α, ο (Α ἰθυντήριος, ον, θηλ. και ἰθυντηρία) αυτός που διευθύνει, που οδηγεί, ο κατευθυντήριος νεοελλ. ναυτ. φρ. «ιθυντήρια σημεία» σημεία στην ξηρά, κοντά στην παραλία, που δίνουν τη δυνατότητα στον πλοίαρχο να κατευθύνει το πλοίο με ασφάλεια… …   Dictionary of Greek

  • λαογραφία — Η επιστήμη που μελετά το σύνολο των εκδηλώσεων και των φαινομένων ενός λαϊκού πολιτισμού (ήθη, έθιμα, τέχνη, λογοτεχνία, υλικό βίο κ.ά.). Στη διεθνή ορολογία έχει επικρατήσει η αγγλική λέξη folkore (σύνθεση των λέξεων folk = λαός, και lore =… …   Dictionary of Greek

  • ξηραντήρας — ο τεχνολ. συσκευή η οποία χρησιμοποιείται στα χημικά εργαστήρια για την ξήρανση διαφόρων χημικών, κυρίως, ουσιών, πρώτων υλών ή και τελικών προϊόντων μιας χημικής αντίδρασης ή διεργασίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξηραν τού ξηραίνω, πρβλ. αόρ. ξήραν α +… …   Dictionary of Greek

  • οσφραντήριος — ὀσφραντήριος, ία, ον (ΑΜ) 1. αυτός με τον οποίο οσφραίνεται κάποιος, αυτός που συντελεί στην όσφρηση, οσφρητικός («μυκτῆρες ὀσφραντήριοι», Αριστοφ.) 2. αυτός που μπορεί να οσφραίνεται 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀσφραντήριον (ενν. φάρμακον) ισχυρή οσμή …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»