-
1 θεομυθία
θεο-μῡθία, ἡ,A divine lore, mythology, Procl.Theol.Plat.1.4: in pl., Herm.in Phdr. p.73A., Marin.Procl.27.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεομυθία
См. также в других словарях:
θεομυθία — θεομυθία, ή (Α) η θεία μάθηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + μυθία (< μύθος), πρβλ. ακριτο μυθία, στιχο μυθία] … Dictionary of Greek