1 θεο-μῡθία
θεο-μῡθία, ἡ, Mythologie, Procl.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > θεο-μῡθία
2 θεομῡθία
Wörterbuch altgriechisch-deutsch > θεομῡθία
θεομυθία — θεομυθία, ή (Α) η θεία μάθηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + μυθία (< μύθος), πρβλ. ακριτο μυθία, στιχο μυθία] … Dictionary of Greek