Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

θεο-ειδής

См. также в других словарях:

  • θεοειδής — ές (ΑΜ θεοειδής, ές) αυτός που μοιάζει με τον θεό (ή τους θεούς) («θεοειδές πρόσωπον», Πλάτ.) αρχ. 1. (για πράγματα) θείος, θεϊκός («θεοειδεῖς λίθους», Ιάμβλ.) 2. θεοσεβής 3. το ουδ. ως ουσ. τό θεοειδές η ομοιότητα προς τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο …   Dictionary of Greek

  • θεουδής — θεουδής, ές (Α) 1. ο ευσεβής, ο θεοφοβούμενος 2. ο θεοειδής. επίρρ... θεουδῶς (Α) ευσεβώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < *θεο δεής (*θεο δFεής) < θεο * + δεής < δέος < δείδω (θ. δFειδ ). Η μορφή τού α συνθετικού θεού μπορεί να αποδοθεί σε αντέκταση μετά …   Dictionary of Greek

  • αγαθοειδής — ἀγαθοειδής, ές (AM) αυτός που φαίνεται αγαθός, που έχει τη μορφή τού αγαθού εκκλ. οἱ ἀγαθοειδεῖς οι άγγελοι, σε αντίθεση προς τον Θεό, που είναι αυτό τούτο το αγαθό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγαθὸς + εἰδὴς < εἶδος] …   Dictionary of Greek

  • ενοειδής — ἑνοειδής, ές (AM) 1. ενιαίος, μονοειδής, μοναδικός, απλός 2. αυτός που μοιάζει με κάτι ενιαίο, μοναδικό, με τον θεό («ἑνοειδεῑς ἑνὶ θεῷ ὅμοιοι», Ησύχ.). επίρρ... ἑνοειδῶς μονοειδώς, μονομόρφως. [ΕΤΥΜΟΛ. < εις, ενός + ειδής < είδος] …   Dictionary of Greek

  • σιειδής — ές, Α αυτός που μοιάζει με θεό, θεοειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιός, λακων. τ. τού θεός + ειδής*] …   Dictionary of Greek

  • σωματοειδής — ές, ΜΑ 1. αυτός που έχει σωματική υπόσταση, υλικός («ἑκάστη ἡδονὴ καὶ λύπη προσηλοῑ... τὴν ψυχὴν... καὶ ποιεῑ σωματοειδῆ», Πλάτ.) 2. αυτός που έχει ή που προσλαμβάνει σωματική μορφή («σωματοειδὲς τὸ θεῑον ὑπολαμβάνουσιν», Αθανάσ.) αρχ. 1. (για… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»