-
1 θεοταρπέες
θεο-ταρπέ<ε>ς· θεὸν τέρποντες, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεοταρπέες
-
2 θεοτέρατος
θεο-τέρᾰτος, ον,A with divine portents, πλάναι θ., of Io's wanderings, dithyrambic phrase in Demetr.Eloc.91 codd. [suff] θεο-τερπής, ές, of a dish, fit for the gods, Philox.2.9; pleasing to God,βιοτή AP9.197
(Marin.); cf. θεοταρπέες.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεοτέρατος
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский