Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

θελημός

См. также в других словарях:

  • θελημός — θελημός, όν (Α) [θέλω] 1. αυτός που θέλει, αυτός που δέχεται, ο πρόθυμος 2. ωραίος, θελκτικός («θελημόν ἄλσος», Βακχυλ.) 3. (κατά τον Φώτ.) «θελημός ἀντὶ τοῦ ἥσυχος» …   Dictionary of Greek

  • θελημός — willing masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θελημόν — θελημός willing masc/fem acc sg θελημός willing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θελημοί — θελημός willing masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θελημά — θελημός willing neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέλω — (AM θέλω και ἐθέλω) 1. έχω την επιθυμία ή την ανάγκη ή την πρόθεση να κάνω κάτι ή να πω κάτι, επιθυμώ (α. «θέλω να φάω» β. «εἰ σύ γε σῷ θυμῷ ἐθέλεις», Ομ. Ιλ.) 2. επιθυμώ πολύ, επιζητώ (α. «θέλει να προκόψει» β. «πάντ ἐθέλω δόμεναι», Ομ. Ιλ.) 3.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»