-
1 θελεμός
θελεμόςmasc /fem nom sg -
2 θελεμός
θελεμός, όν, epith. of πῶμα, A.Supp. 1027 (lyr.): glossed by οἰκτρόν, ἥσυχον, Hsch.; but,= θελημός, acc. to Hdn.Gr.1.171, cf. EM103.48. Adv.A- μῶς Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θελεμός
-
3 θελεμόν
θελεμόςmasc /fem acc sgθελεμόςneut nom /voc /acc sg -
4 θελεμωτέρω
-
5 θελεμωτέρῳ
-
6 θελεμώς
-
7 θελεμῶς
См. также в других словарях:
θελεμός — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θελεμός — ό (Α θελεμός, όν) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο θελεμός θέληση, βούληση («θελεμός τ αφέντη στραβός ο τοίχος» η θέληση τού αφέντη εκτελείται ακόμη κι αν είναι παράλογη, παροιμ.) αρχ. 1. αυτός που ρέει μόνος του, με τη θέλησή του 2. ήρεμος, ήσυχος.… … Dictionary of Greek
θελεμόν — θελεμός masc/fem acc sg θελεμός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θελεμωτέρῳ — θελεμός masc/neut dat comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θελεμῶς — θελεμός adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)