Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

θειασμός

См. также в других словарях:

  • θειασμός — θειασμός, ὁ (Α) [θειάζω] 1. δεισιδαιμονία 2. θεία έμπνευση, ενθουσιασμός και, κατ επέκταση, μαντεία …   Dictionary of Greek

  • θειασμός — superstition masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θειασμοῖς — θειασμός superstition masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θειασμοί — θειασμός superstition masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θειασμοῦ — θειασμός superstition masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θειασμούς — θειασμός superstition masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θειασμῶν — θειασμός superstition masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θειασμῷ — θειασμός superstition masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θειασμόν — θειασμός superstition masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»