-
1 θεαθῆναι
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > θεαθῆναι
-
2 θεαομαι
эп.-ион. θηέομαι, дор. θᾱέομαι (fut. θεάσομαι, aor. ἐθεᾱσάμην)1) смотреть, глядеть, разглядывать(μέγα ἔργον Hom.)
τὸν πάντες λαοὴ ἐπερχόμενον θηεῦντο Hom. — все (с удивлением) глядели на приближающегося (Телемаха);ζητεῖν τεθεᾶσθαί τι Arph. — стараться взглянуть на (увидеть) что-л.;ἐλπίζω θεάσασθαι ὑμᾶς NT. — надеюсь свидеться с вами2) быть зрителем, осматривать, обозреватьθ. τὸν πόλεμον Her. — быть свидетелем военных действий;
θ. τὸ στράτευμα Xen. — делать смотр войску;τέν θέσιν τῆς πόλεως θ. Thuc. — обследовать (разведать) положение города;οἱ θεώμενοι Arph. — зрители (преимущ. в театре)3) созерцать(τὸ ἀληθές Plat.)
4) рассматривать, подвергать рассмотрению(τὰ ὀνόματα Plat.)
-
3 θεώμαι
(α) (αόρ. εθεάθην и εθεασάμην;1. μετ. созерцать; наблюдать;θεώμαι τούς, διαβάτας — наблюдать за прохожими;
2. αμετ. быть замеченным;εθεάθη., его видели...; § προς το θεαθήναι напоказ, для вида
См. также в других словарях:
θεαθῆναι — θεᾱθῆναι , θεάομαι gaze at aor inf mp (attic) θεᾱθῆναι , θεάομαι gaze at aor inf mp (doric aeolic) θεᾱθῆναι , θεάω gaze at aor inf pass (attic) θεᾱθῆναι , θεάω gaze at aor inf pass (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
видѣниѥ — ВИДѢНИ|Ѥ (474), А с. 1.Восприятие зрением, видение; обозрение, осмотр; созерцание: игранiѥ и плѩсаниѥ и гудениѥ. входѩщемъ въстати всемъ. да не осквьрнѩть имъ чювьсва. видѣниѥмь и слышаниѥмь. по оч҃кому повелѣнию. КН 1280, 513в; множицею на… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
απαρέμφατο — Άκλιτος τύπος του ρήματος που δεν φανερώνει πρόσωπο και αριθμό όπως οι άλλες εγκλίσεις. Το α., που υπάρχει σε όλες τις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες, προέρχεται από διάφορους ονοματικούς τύπους, πρόκειται δηλαδή για ρηματικό ουσιαστικό. Αργότερα, πήρε… … Dictionary of Greek
για — (I) (πρόθ., σύνδ.). Ι. (ως πρόθ. και με έκθλιψη γι ) εκφράζει: 1. αναγκαστικό αίτιο(«τσακώνονται για το παραμικρό») 2. τελικό αίτιο, σκοπό («τόν σκότωσε για την τιμή της») 3. κίνηση σε τόπο («φεύγω για το σπίτι») 4. ικανότητα, αρμοδιότητα,… … Dictionary of Greek
θεώμαι — (ΑΜ θεῶμαι, άομαι, Α και ιων. τ. θηέομαι) 1. βλέπω με προσοχή, παρακολουθώ προσεχτικά με προσηλωμένο το βλέμμα 2. φρ. «πρὸς τὸ θεαθῆναι» για να βλέπουν οι άλλοι, για επίδειξη αρχ. 1. βλέπω με θαυμασμό ή έκπληξη (α. «θηεῡντο μέγα ἔργον», Ομ. Ιλ. β … Dictionary of Greek
πρόφαση — η / πρόφασις, άσεως, ΝΜΑ προβαλλόμενος, συνήθως ψευδής, λόγος, πλαστή δικαιολογία, πρόσχημα (α. «με πρόφαση την αρρώστια τής μητέρας του απουσιάζει συνεχώς» β. «πρόφασις ἰδίης ἀβουλίης», Δημόκρ.) νεοελλ. 1. το πρώτο στάδιο μίτωσης τής κυτταρικής… … Dictionary of Greek
θεώμαι — θεάθηκα 1. βλέπω: Ο νους θεάται τις ιδέες. – Θεάθηκε σε ύποπτο χώρο. 2. φρ., «για το θεαθήναι», για τα μάτια του κόσμου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)