-
1 θαυματος
-
2 θαυματός
θαυματός, p. = ϑαυμαστός; H. h. Merc. 80. 440; Hes. Sc. 165; Pind. Ol. 1, 28 P. 10, 30.
-
3 θαυματός
θαυματόςṇmasc nom sg -
4 θαυματός
-
5 θαυματός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θαυματός
-
6 θαύματος
θαύ̱ματος, θαῦμαwonder: neut gen sg -
7 ώ, του θαύματος
види чудоГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > ώ, του θαύματος
-
8 θαυματά
θαυματόςṇneut nom /voc /acc plθαυματά̱, θαυματόςṇfem nom /voc /acc dualθαυματά̱, θαυματόςṇfem nom /voc sg (doric aeolic) -
9 θαυματόν
θαυματόςṇmasc acc sgθαυματόςṇneut nom /voc /acc sg -
10 чудо
-а, πλθ. чудеса, чудес-ами κ. чуда, чуд ουδ.1. (πλθ. чудеса) τα θαύματα•он верит в -са αυτός πιστεύει στα θαύματα-чудоса совершнные спасителем τα θαύματα που έκανε ο Χριστός (Σωτήρας).
2. έργο υπέροχο•чудо ис-куства θαύμα Τέχνης•
семь чудес света τα εφτά θαύματα (Τέχνης) του κόσμου.
|| κάθε υπέροχο, θαυμάσιο, εξαίσιο•чудо красоты θσ.ϋιχα ομορφιάς•
-са героизма θαύματα ηρωισμού.
3. επίρ. -ом α) με θαυμασμό, β) ως εκ θαύματος•он уцелел только -ом αυτός έμεινε σώος ως εκ θαύματος•
-ом они спасены ως εκ θαύματος αυτοί σώθηκαν.
εκφρ.чудо как... – θαύμα, θαυμάσια• στον υπέρτατο βαθμό, ώσπου δεν παίρνει άλλο•чудо как он хорош – καλός ώσπου δεν παίρνει, άλλο (θαύμα)•не чудо – δεν είναι Βσ.ύ\ία (παράξενο)• —годо (λκ. ποίηση) παρα-μυθέν ιο τέρας. -
11 θωυτος
-
12 θαύμα
θαύμα υπομονής — удивительное терпение;
θαύματα ηρωϊσμού чудеса героизма;τα επτά θαύματα τού κόσμου семь чудес света;θαύμα θαυμάτων — чудо из чудес;
είμαι θαύμα — быть чудесным;
είναι θαύμα πώς... — чудо как...;
πώς έγινε το θαύμα να μας θυμηθείς; — каким чудом ты нас вспомнил?;
ως εκ θαύματος чудом;σωθήκαμε ως εκ θαύματος мы чудом спаслись;§ θαύμα ιδέσθαι — любо-дорого посмотреть;
έχω λεφτά θαύμα — иметь кучу денег;
κάνω θαύματα совершать, творить чудеса (тж. о лекарствах) -
13 θαῦμα
I of objects, wonder, marvel, in [dialect] Ep. always in sg., Il.13.99, etc.; θαῦμ' ἐτέτυκτο πελώριον, of Polyphemus, Od.9.190; θαῦμα βροτοῖσι, of a beautiful woman, 11.287; ἄσπετόν τι θ., of Hercules, S.Tr. 961 (lyr.), etc.: freq. c. inf., θ. ἰδέσθαι a wonder to behold, Il.5.725, etc.;θ. ἰδεῖν h.Ven. 205
, Hes.Sc. 318;θ. ἰδεῖν εὐκοσμίας E.Ba. 693
;θ. ἀκοῦσαι Pi.P. 1.26
;θ. ἀνέλπιστον μαθεῖν S.Tr. 673
, etc.; θαῦμ' ὅτι.. strange that.., Theoc.15.2; οὐ θαῦμά [ἐστι] no wonder, Pi.N.10.50; so καὶ θ. γ' οὐδέν and no wonder, Ar.Pl.99;τὸ μὴ πείθεσθαι θ. οὐδέν Pl.R. 498d
, etc.; τί τοῦτο θ.; E.Hipp. 439;ἦ μάλα θ. κύων ὅδε κεῖται Od.17.306
;θῶμα ποιεῖσθαί τι Hdt.1.68
;τί τινος Id.9.58
; τινος Id.7.99;περί τινος Id.3.23
: after Hom. in pl.,θαύματ' ἐμοὶ κλύειν A.Ag. 1166
(v.l. θραύματ') ; θαυμάτων κρείσσονα or πέρα things more than wondrous, Id.Ba. 667, Hec. 714.2 in pl., also, puppetshow, toy theatre, θ. δεικνύναι, ἐπιδεικνύναι, Pl.R. 514b, Lg. 658c; ἐν θ. Thphr.Char.6.4, cf. 27.7, Ph.1.28; mountebank-gambols, X.Smp. 2.1, cf. 7.3 (sg.); ἐν τοῖς θ. ὑπεκρίνετο μίμους in the jugglers' booths, Ath.10.452f; of menageries, Isoc.15.213; of mechanical devices, Arist.Mech. 848a11: metaph.,ἔνιοι θ. ποιοῦσιν ἐν φιλοσοφίᾳ Phld.Rh. 1.99S.
: sg., puppet, Pl.Lg. 644d; trick, τὸ τῆς σοφιστικῆς δυνάμεως θ. Id.Sph. 233a.II wonder, astonishment,θ. μ' ἔχει ὡς.. Od.10.326
, etc.; ἔσχον θ. S.El. 897;θ. δ' ὄμμασιν πάρα A.Eu. 407
;θ. μ' ὑπέρχεται S.El. 928
; μ' ἐλάμβανε θ. Ar.Av. 511; θαύματος ἄξιος worthy of wonder, E.Hipp. 906, etc.; ἐν θώματι εἶναι to be astonished, Hdt.1.68, cf. Th.8.14; ἐν θώματι ἔχεσθαι, ἐνέχεσθαι, Hdt.8.135,7.128; ἐν θ. ἐνέχεσθαί τινος at a thing, Id.9.37;ἐν θαύματι ποιεῖσθαι Plu.Pomp.14
;διὰ θαύματος σχεῖν Hdn.2.2.7
: pl.,θαυμάτων ἐπάξια E.Ba. 716
, cf. Pl. Lg. 967a. -
14 χλεύη
χλεύη, ἡ, Scherz, im plur., H. h. Cer. 202. Gew. Spott, Hohn, schnöde, übermüthige Behandlung; χλεύην ποιεῖν oder ποιεῖσϑαί τινα, Einen zum Gespött machen, Aeschrio 4 (VII, 345); οὐ ϑαύματος, ἀλλὰ χλεύης καὶ γέλωτος ἄξια Hdn. 7, 8,5; πρᾶγμα χλεύης ἄξιον Luc. Paras. 40. – Nach Valck. von χέλυς, = χεῖλος, vorgezogene Lippen, als Ausdruck des Spottes u. Hohns (?). Vgl. χελυνάζω.
-
15 θωϋτός
-
16 θαῦμα
θαῦμα, τό, ion. ϑώϋμα u. ϑῶμα, Wunder, Wunderwerk, Alles, was man mit Bewunderung u. Erstaunen ansieht, u. die Bewunderung, Verwunderung selbst; Hom. ϑαῦμα ἰδέσϑαι, ein Wunder zu schauen, wunderbar anzuschauen; ἦ μέγα ϑαῦμα τόδ' ὀφϑαλμοῖσιν ὁρῶμαι, Il. 13, 99. 15, 286 u. öfter; vom Polyphem, καὶ γὰρ ϑαῦμ' ἐτέτυκτο πελώριον Od. 9, 190, wie auch von einer schönen Frau, ϑαῠμα βροτοῖσι 11, 287; ϑαῦμά μ' ἔχει, ich staune, 10, 326; Pind. P. 1, 26 N. 10, 50; ταρβῶ μὲν οὐδέν, ϑαῦμα δ' ὄμμασιν πάρα Aesch. Eum. 385, aber Wunder nimmts den Blick; οὔ τι τοῠτο ϑαῠμ' ἔμοιγε, das ist mir nicht wunderbar, Soph. Phil. 408; ϑαῦμά τοί μ' ὑπέρχεται, Staunen beschleicht mich, El. 916; τόδε ϑαῦμά μ' ἔχει Phil. 861; τί τοῠτο ϑαῦμα; Eur. Hipp. 439; μεγίστου ϑαύματος τόδ' ἄξιον 906, bewundernswerth; in Prosa, z. B. Plat. Conv. 221 c; ϑαυμάτων κρέσσονα Eur. Bacch. 666; ϑαῦμα οὐδέν, das ist nicht zu bewundern, Ar. Plut. 99; ϑαῦμά μ' ἐλάμβανε Av. 511; ϑῶμα ποιεῖσϑαί τι, Etwas für wunderbar halten, Her. 1, 68. 8, 74; ϑαῦμα ποιεῖσϑαί τινος, sich über Etwas wundern, 7, 99. 9, 58, περί τινος, 3, 23; ἐν ϑαύματι ποιεῖσϑαι Plut. Pomp. 14; μηδὲν ὑμῖν ἔστω ϑαῠμα Plat. Critia. 113 b; τὸ μὴ πείϑεσϑαι τοῖς λεγομένοις τοὺς πολλοὺς ϑαῠμα οὐδέν Rep.VI, 498 d; ϑαῦμα ἦν, τί εἴη τὸ γεγενημένον, man wunderte sich u. wußte nicht, was da vorgefallen sei, Xen. An. 6, 1, 23. – Θαύματα bes. von Kunststücken der Taschenspieler u. Gaukler gebraucht, Plat. Rep. VII, 514 b; ϑαύματα ἐπιδεικνύς Legg. III, 658 b; τῆς σοφιστικῆς δυνάμεως, Kunststück, Soph. 233 a; von Seiltänzer- u. Springerkünsten, Xen. Conv. 2, 1, vgl. 7, 2; Hesych. erkl. ϑαύματα, ἃ οἱ ϑαυματοποιοὶ ἐπιδείκνυνται; Tim. lex. Plat. erkl. νευροσπάσματα, wo Ruhnken zu vgl. Auch der Schauplatz solcher Gaukler wird dadurch bezeichnet, ἐν τοῖς ϑαύμασιν ὑπεκρίνετο μίμους Ath. X, 452 f; ἐν ϑαύμασι τοὺς χαλκοῦς ἐκλέγειν Theophr. char. 6, 2.
-
17 волшебство
волшеб||ство́с1. ἡ μαγεία, τά μάγια, ἡ μαγγανεία·2. перен τό θαύμα, ἡ μαγεία:как по \волшебствоству́ ὡς ἐκ θαύματος, ὡς διά μαγείας. -
18 мановение
мановени||ес ἡ κίνηση (χεριού):\мановениеем руки́ μέ μιά κίνηση τοῦ χεριού· как по \мановениею ὡς ἐκ θαύματος. -
19 чудо
чуд||о1. с τό θαύμα:совершить \чудо κάμνω θαῦμα· он спасся \чудоом ἐσώθη ὡς ἐκ θαύματος· \чудоеса героизма θαύματα ήρωϊσμοδ· \чудо из чудес θαύμα θαυμάτων2. предик. безл (удивительно):как красиво \чудо чудо εἶναι θαδμα ὁμορφιάς. -
20 щучий
щу́ч||ийприл τοῦ λούτσου· ◊ по \щучийьему велению ὡς ἐκ θαύματος.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
θαυματός — θαυματός, ή, όν (Α) [θαύμα] θαυμαστός … Dictionary of Greek
θαυματός — ṇ masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαύματος — θαύ̱ματος , θαῦμα wonder neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαυματά — θαυματός ṇ neut nom/voc/acc pl θαυματά̱ , θαυματός ṇ fem nom/voc/acc dual θαυματά̱ , θαυματός ṇ fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαυματόν — θαυματός ṇ masc acc sg θαυματός ṇ neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαύμα — Εκδήλωση υπερφυσικής προέλευσης, ορατή και συνεπώς αντιληπτή από τις αισθήσεις, που αποκαλύπτεται στον άνθρωπο με όλη της τη μυστηριώδη δύναμη. Η αρχική σημασία της λέξης ήταν «κάθετι που προκαλεί θαυμασμό». Σύμφωνα με τη δογματική της Ανατ.… … Dictionary of Greek
ИОАНН КУКУЗЕЛЬ — [Пападопул; греч. ᾿Ιωάννης Κουκουζέλης Παπαδόπουλος, ὁ μαΐστωρ] († до 1341), прп. (пам. греч. 1 окт.; во 2 ю Неделю по Пятидесятнице в Соборе Афонских преподобных), маистор (руководитель придворного хора), мон. Великой Лавры на Афоне, визант.… … Православная энциклопедия
May 8 (Eastern Orthodox liturgics) — May 7 Eastern Orthodox Church calendar May 9 All fixed commemorations below celebrated on May 21 by Old Calendarists Contents 1 Saints 1.1 Other commemorations 2 Notes … Wikipedia
диво — ДИВ|О (21), А ( ЕСЕ) с. 1. Диво, чудо: ˫Азыкомѹдрьци. иже ѡбычаѥмь ˫азычьскомь послѣдѹюще… все же звѣздозакониѥ и звѣздочьтиѥ приѥмлющ(е) || и къ всѩкомѹ волшествѹ и пьтищемѹ волхвованию и знамениѥмь. и дивесъ смотрениѥмь. и ѡба˫аниѥмь. или имъ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
оле — (33) межд. Употребляется для усиления экспрессивности высказывания. О: оле дивьноѥ ваю тьрпѣниѥ мѫченика. Стих 1156–1163, 73 об.; дьржатель всемѹ. ѡле б҃жиихъ сѹдьбъ. ѿстѹпьникъ бываѥть. (ὤ ѱεοῦ κριμοτων!) ЖФСт к. XII, 102 об.; ѡле чю(до) ѹлѹчиша … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αγιοθοδωρίζω — (από το όνομα τού αγίου Θεοδώρου τού Τήρωνος, τού οποίου η ανάμνηση θαύματος γιορτάζεται με κόλλυβα το Σάββατο τής α΄ εβδομάδας τής Μεγάλης Τεσσαρακοστής) 1. νηστεύω τις τρεις πρώτες μέρες τής Μεγάλης Τεσσαρακοστής, δηλ. από την Καθαρή Δευτέρα ώς … Dictionary of Greek