-
1 θαυμαστάς
θαυμαστά̱ς, θαυμαστήςadmirer: masc acc plθαυμαστά̱ς, θαυμαστήςadmirer: masc nom sg (epic doric aeolic)θαυμαστά̱ς, θαυμαστόςwonderful: fem acc pl -
2 ἐπίνοια
ἐπίνοια, ἡ,A thinking on or of a thing, thought, notion, οὐδ' ἐς ἐπίνοιανἰέναι τινός Th.3.46
;ὡς.. Id.4.92
;οὐδ' ἐπίνοιαν ποιήσασθαί τινος Plb.1.20.12
;τὰς ἐ. εἴς τι φέρειν D.H.Pomp.1
; πάσαις ταῖς ἐ. γίγνεσθαιπερί τι Plb.5.110.10
; conception, idea, ἐναργὴς τοῦ πράγματος ἐ. Epicur.Fr. 255, cf. Phld.D.3.8, al.; κατ' ἐπίνοιαν in idea, opp. κατὰ περίπτωσιν (q.v.), Stoic.2.29; κατ' ἐ. ψιλὴν ὑφεστάναι ib.159; πᾶσανἐ. ἀτοπίας ὑπερβάλλειν Plu.2.1065d
.2. power of thought, inventiveness, οἶνον σὺ τολμᾶς εἰς ἐ. λοιδορεῖν; Ar.Eq.90, cf. X.Cyr.2.3.19;κατὰ τέχνην καὶ ἐ. γίγνεσθαι Thphr.Od.7
.3. invention, device, conceit,ἐ. ἀστειοτάται Ar.Eq. 539
; ζητεῖν καινὴν ἐ. Id.V. 346; θαυμαστὰς ἐξευρίσκων ἐ. Id.Eq. 1322, etc.;τέχνης ἐπίνοιαι Arist.Mu. 399b17
;πενία ἐπινοιῶν διδάσκαλος Secund.Sent.10
.4. purpose, design,τίν' ἐ. ἔσχεθες; E.Ph. 408
, cf. Med. 760 (lyr.); τίς ἐ.; Ar.Th. 766, cf. Av. 405 (lyr.); , cf. Pl.45; κατὰ τὴν ἐκφορὰν καὶ τὴν ἐ. Stoic.2.128;ἡ ἐ. τῆς καρδίας Act.Ap.8.22
: pl., ἐξ οἰκείων ἐ., = sua sponte, OGI580.7 (Cilicia, iv A.D.).II. afterthought, second thoughts, .III. intelligence, κοινὴ ἐ. Plb.6.5.2, cf. Longin. ap. Eus.PE 15.20.2. Psychol., reflection on experience, retrospection, Plot.2.9.1, 6.8.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίνοια
См. также в других словарях:
θαυμαστάς — θαυμαστά̱ς , θαυμαστής admirer masc acc pl θαυμαστά̱ς , θαυμαστής admirer masc nom sg (epic doric aeolic) θαυμαστά̱ς , θαυμαστός wonderful fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίνοια — η (AM ἐπίνοια) 1. σκέψη, ιδέα, γνώμη («οὐδ’ ἐπίνοιαν ποιήσασθαι», Πολ.) 2. αντίληψη, ιδέα («πᾱσαν ἐπίνοιαν ἀτοπίας ὑπερβάλλειν», Πλούτ.) αρχ. 1. η ικανότητα να επινοεί κάποιος, η εφευρετικότητα («oἶvov σὺ τολμᾷς είς ἐπίνοιαν λοιδορεῑν», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
πιστός — I Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Έδεσσα της Ελλάδας και μαρτύρησε επί Μαξιμιανού (285 305), μαζί με τη μητέρα του Βάσσα και τα αδέλφια του Θεογόνιο και Αγάπιο. Η μνήμη τους τιμάται στις 21 Αυγούστου. II Επίσκοπος της… … Dictionary of Greek
Παράσχος — Επώνυμο 2 Ελλήνων ποιητών. 1. Αχιλλεύς. (Ναύπλιο 1838 – Αθήνα 1895). O πατέρας του είχε καταφύγει στο Ναύπλιο εγκαταλείποντας τη Χίο, μετά την καταστροφή του νησιού (1822)· αργότερα εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στην Αθήνα. Nέος, ανήκε στη χρυσή… … Dictionary of Greek