Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

θανατικός

См. также в других словарях:

  • θανατικός — deadly masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θανατικός — ή, ό (AM θανατικός, ή, όν) [θάνατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θάνατο ή συνεπάγεται τον θάνατο (α. «θανατική ποινή» β. «θανατική δίκη» δίκη κατά την οποία η απόφαση περί ενοχής τού κατηγορουμένου συνεπάγεται καταδίκη του σε θάνατο,… …   Dictionary of Greek

  • θανατικός — ή, ό αυτός που έχει ως συνέπεια το θάνατο: Του επιβλήθηκε θανατική ποινή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θανατικά — θανατικός deadly neut nom/voc/acc pl θανατικά̱ , θανατικός deadly fem nom/voc/acc dual θανατικά̱ , θανατικός deadly fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θανατικῶν — θανατικός deadly fem gen pl θανατικός deadly masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θανατικόν — θανατικός deadly masc acc sg θανατικός deadly neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θανατικαῖς — θανατικός deadly fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θανατικοῖς — θανατικός deadly masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θανατικοί — θανατικός deadly masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θανατικοῦ — θανατικός deadly masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θανατικούς — θανατικός deadly masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»