-
1 убийственный
θανάσιμος, θανατικός, θανατηφόρος, φονικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > убийственный
-
2 смертный
смертн||ыйприл1. ἐπιθανάτιος, νεκρικός, τοῦ θανάτου:\смертныйый час ἡ ὠρα τοῦ θανάτου· на \смертныйом одре στήν ἐπιθανάτια κλίνη· \смертныйые случаи οἱ θάνατοι, οἱ περιπτώσεις θανάτου·2. (подверонхнный смерти) θνητός:человек смертен ὁ ἀνθρωπος εἶναι θνητός·3. (приводящий κ смерти) θανατικός, θανατηφόρος:\смертныйый приговор ἡ καταδίκη σέ θάνατο· \смертныйая казнь ἡ θανατική ποινή, ἡ ἐκτελεση [-ις]·4. перен· (сильный, жестокий) ἀφόρητος, θανάσιμος:\смертныйая ску́ка (тоска́) θανάσιμη πλήξη (μελαγχολία)· б. м ὁ θνητός:простой \смертныйый ὁ κοινός θνητός. -
3 летальный
επ. (ιατρ.) θανατηφόρος, θανατικός•-ая доза θανατηφόρα δόση.
-
4 мертвящий
επ. από μτχ.θανατηφόρος, θανάσιμος, θανατικός (για ψύχος). || νεκρικός•-ая тишина νεκρική σιγή.
-
5 смертный
επ., βρ: -тен, -тна, -о.1. επιθανάτιος• νεκρικός•смертный час η ώρα του θανάτου•
-одр νεκρική κλίνη•
смертный саван νεκροσέντονο,.το σάβανο.
2. επ. κ. ουσ. θνητός.3. θανατικός•-приговор θανατική καταδίκη•
-ая казнь θανατική εκτέλεση.
|| φονικός•смертный бой φονική μάχη.
4. σφοδρός, μεγάλης έντασης, φοβερός• αφόρητος• ανυπόφορος•-ая скука φοβερή μελαγχολία•
-ая тоска θανάσιμη θλίψη•
смертный враг θανάσιμος εχθρός•
εκφρ.смертный грех – θανάσιμο αμάρτημα•- ая клятва – όρκος θανάτου. -
6 убийственный
επ., βρ: -вен κ. -венен, -вен- на, -венно.1. θανάσιμος, θανατικός• θανατηφόρος, φονικός.2. μτφ. αβάσταγος, ανυπόφορος• καταστρεπτικός, ολέθριος•-ые условия ανυπόφορες συνθήκες•
-ые последствия ολέθριες συνέπειες.
|| μτφ. φοβερός, καταπληκτικός, εξαιρετικός, μέγιστος.
См. также в других словарях:
θανατικός — deadly masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θανατικός — ή, ό (AM θανατικός, ή, όν) [θάνατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θάνατο ή συνεπάγεται τον θάνατο (α. «θανατική ποινή» β. «θανατική δίκη» δίκη κατά την οποία η απόφαση περί ενοχής τού κατηγορουμένου συνεπάγεται καταδίκη του σε θάνατο,… … Dictionary of Greek
θανατικός — ή, ό αυτός που έχει ως συνέπεια το θάνατο: Του επιβλήθηκε θανατική ποινή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θανατικά — θανατικός deadly neut nom/voc/acc pl θανατικά̱ , θανατικός deadly fem nom/voc/acc dual θανατικά̱ , θανατικός deadly fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θανατικῶν — θανατικός deadly fem gen pl θανατικός deadly masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θανατικόν — θανατικός deadly masc acc sg θανατικός deadly neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θανατικαῖς — θανατικός deadly fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θανατικοῖς — θανατικός deadly masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θανατικοί — θανατικός deadly masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θανατικοῦ — θανατικός deadly masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θανατικούς — θανατικός deadly masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)