-
1 εκτέλεση
[-ις (-εως)] η1) выполнение, исполнение, осуществление; совершение;εκτέλεση διαταγής (υπόσχεσης, χρέους) — выполнение приказа (обещания, долга);
εκτέλεση εγκλήματος — совершение преступления;
βάζω ( — или θέτω) σε εκτέλεση — приводить в исполнение;
αρχίζω εκτέλεση — приступать к исполнению;
2) муз. исполнение;σε εκτέλεση κανενός — в чьём-л. исполнении;
3) расстрел, казнь;εκτέλεση καταδίκου — или θανατική εκτέλεση — смертная казнь
-
2 θανατικός
-
3 ποινή
η наказание, взыскание; кара;πειθαρχική ποινή — дисциплинарное взыскание;
χρηματική ποινή — штраф;
θανατική ( — или κεφαλική) ποινή — смертная казнь;
η εσχάτη των ποινών — высшая мера наказания;
ποινή φυλακίσεως ( — или είρκτής) — тюремное заключение;
επί ποινή απολύσεως — под угрозой увольнения;
επιβάλλω ποινή — налагать взыскание, наказывать; — приговаривать
См. также в других словарях:
θανατική ποινή — (Νομ.). Η εσχάτη των ποινών στο δικαιοδοτικό σύστημα, που επιβάλλεται σε ιδιαίτερες κακουργηματικές πράξεις. Στη χώρα μας, η θ.π., αν και είχε καταργηθεί πολύ νωρίτερα στην πράξη, τελικά με το άρθρο 1 παράγραφος 12β του ν. 2207/94 καταργήθηκε και … Dictionary of Greek
θανατικῇ — θανατικός deadly fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θανατική — θανατικός deadly fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποινή — Στο νεότερο ποινικό δίκαιο, π. είναι η στέρηση ή η μείωση ενός έννομου αγαθού, την οποία επιβάλλει το κράτος, με δικαστική απόφαση, σε ένα άτομο, επειδή διέπραξε ένα αδίκημα για το οποίο ο νόμος προβλέπει την επιβολή αυτής της στέρησης. Το πρώτο… … Dictionary of Greek
αποκτείνω — (AM ἀποκτείνω κ. κτέννω, Α κ. κταίνω, κτείνυμι, κτίννυμι, κτιννύω) φονεύω, θανατώνω αρχ. 1. καταδικάζω σε θάνατο, επιβάλλω θανατική ποινή 2. (για τους ρήτορες) κάνω να καταδικαστεί σε θάνατο κάποιος 3. (για δήμιο) εκτελώ θανατική ποινή 4.… … Dictionary of Greek
θανατικός — ή, ό (AM θανατικός, ή, όν) [θάνατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θάνατο ή συνεπάγεται τον θάνατο (α. «θανατική ποινή» β. «θανατική δίκη» δίκη κατά την οποία η απόφαση περί ενοχής τού κατηγορουμένου συνεπάγεται καταδίκη του σε θάνατο,… … Dictionary of Greek
Ιππομέδων — I Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Ταλαού ή του Αριστόμαχου, αδελφός ή ανιψιός του Αδράστου. Καταγόταν από το Άργος ή τις Μυκήνες. Έμενε σε ένα χωριό κοντά στη Λέρνα και διακρινόταν για τη σωματική ανάπτυξη και τη δύναμή του. Πήρε μέρος στην… … Dictionary of Greek
απόσπασμα — το (ΑΜ ἀπόσπασμα) μσν. νεοελλ. τμήμα συγγραφικού κειμένου, χωρίο, περίοδος, φράση νεοελλ. 1. τμήμα στρατού ή χωροφυλακής, το οποίο αποσπάται για την εκτέλεση ειδικής υπηρεσίας 2. το εκτελεστικό απόσπασμα στο οποίο ανατίθεται θανατική εκτέλεση αρχ … Dictionary of Greek
εκτέλεση — η 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού εκτελώ, πραγμάτωση, πραγματοποίηση, εκπλήρωση («εκτέλεση διαταγής, καθήκοντος, απόφασης κ.λπ.») 2. απόδοση μουσικού κομματιού, ο τρόπος με τον οποίο αποδόθηκε 3. θανατική εκτέλεση, η εκτέλεση τής θανατικής… … Dictionary of Greek
εκτελεστικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εκτέλεση 2. φρ. α) «εκτελεστικό απόσπασμα» μικρή στρατιωτική δύναμη στην οποία ανατίθεται η θανατική εκτέλεση καταδίκου β) «εκτελεστική εξουσία» η μία από τις τρεις εξουσίες τού δημοκρατικού πολιτεύματος … Dictionary of Greek
θάνατος — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση του θανάτου. Σύμφωνα με τον Ησίοδο ήταν γιος του Ερέβους και της Νύχτας και αδελφός του Ύπνου. Ο ίδιος αναφέρει ότι ο Θ. κατοικούσε στον Τάρταρο, είχε σιδερένια καρδιά και ήταν ανελέητος και σκληρός με τους… … Dictionary of Greek