-
1 θανασίμω
-
2 θανασίμῳ
-
3 θανασίμωι
θανασίμῳ, θανάσιμοςdeadly: masc /fem /neut dat sg -
4 φαρμακεύω
2 use enchantments, practise sorcery, φαρμακεύσαντες ταῦτα ἐς τὸν ποταμόν having used this charm upon the river, Hdt.7.114.II c. acc. pers., purge, τινα Hp.Acut.(Sp.)55; φ. ἄνω κούφῳ φαρμάκῳ purge upwards, i. e. by an emetic, Id.Art.67, cf. Aph.4.12:—[voice] Pass., to be purged, ib.2.37, Men. Her.Fr.5; to be physicked, Arist. Top. 111a2.2 drug a person, give him a poisonous or stupefying drug, E.Andr. 355, SIG1181.4 (Rhenea, ii B. C.);φ. τινὰ ἐπὶ βλάβῃ μὴ θανασίμῳ Pl.Lg. 933d
:—[voice] Pass., οὐ πεφαρμάκευσαι ἀλλὰ μεμάγ<ε> υσαι Astramps.Orac.25.4(ii A. D.), cf. POxy.472.1 (ii A. D.).4 metaph.,πειθοῖ κακῇ τὴν ψυχὴν φ. Gorg. Fr.11
D.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φαρμακεύω
-
5 χείρωμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χείρωμα
См. также в других словарях:
θανασίμῳ — θανάσιμος deadly masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θανασίμωι — θανασίμῳ , θανάσιμος deadly masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακολουθώ — έω, ΝΜΑ, παρακολουθῶ, άω, Ν 1. ακολουθώ κάποιον ή κάτι από πολύ κοντά, βαδίζω στα ίχνη του («ο σκύλος μάς παρακολουθεί» 2. εμφανίζομαι ως παρεπόμενο, επακολουθώ 3. μτφ. (για ακροατήριο) ακούω κάτι με προσοχή και τό εννοώ, τό καταλαβαίνω (α. «μέ… … Dictionary of Greek
χείρωμα — τὸ, Α [χειρῶ (II)] 1. αυτό που είναι εύκολο να καταστεί υποχείριο κάποιου («δούλης θανούσης, εὐμαροῡς χειρώματος», Αισχύλ.) 2. πράξη βίας («ἄφαντος ἔρρει, θανασίμῳ χειρώματι», Σοφ.) 3. έργο καμωμένο με το χέρι («τυμβοχόα χειρώματα», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek