-
1 θαμνίσκος
θαμνίσκοςmasc nom sg -
2 θαμνίσκος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θαμνίσκος
-
3 θαμνίσκοις
θαμνίσκοςmasc dat pl -
4 θαμνίσκον
θαμνίσκοςmasc acc sg -
5 θαμνίσκου
θαμνίσκοςmasc gen sg -
6 θαμνίσκων
θαμνίσκοςmasc gen pl -
7 θαμνίσκω
-
8 θαμνίσκῳ
-
9 θάμνος
Grammatical information: m.Meaning: `bush, shrub' (Il.).Other forms: (also f., after the tree names)Derivatives: Dmin. θαμνίσκος m. (Dsc.), θαμνῖτις `shrub-like' (Nic. Th. 883; Redard Les noms grecs en - της 71), θαμνώδης `id.' (Thphr.), θαμνάς = ῥίζα (EM). - Beside it θάμνη (-α) f. `wine from pressed grapes (?)' (Herod. 6, 90, Gp.). θάμνος beside θαμινός and θαμά as πυκνός beside πυκινός and πύκα; the barytonesis is caused by the substantivizing (cf. Schulze Kl. Schr. 124 n. 1).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: For the meaning cf. the explanation in H.: θάμνοι δασέα καὶ πυκνὰ δένδρα. - Not with Alessio Studi etr. 18, 414 to Lat. tamnus s. W.-Hofmann s. v. - The word, in - αμν(ος), looks Pre-Greek; its meaning makes this quite possible.Page in Frisk: 1,652Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > θάμνος
См. также в других словарях:
θαμνίσκος — θαμνίσκος, ό (Α) μικρός θάμνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάμνος + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. αμφορ ίσκος, λυκ ίσκος)] … Dictionary of Greek
θαμνίσκος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαμνίσκοις — θαμνίσκος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαμνίσκον — θαμνίσκος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαμνίσκου — θαμνίσκος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαμνίσκων — θαμνίσκος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαμνίσκῳ — θαμνίσκος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ίσκος — ίσκη, ίσκον (ΑΜ ίσκος, ίσκη, ίσκον) επίθημα ουσιαστικών τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται σε ΙE * isko και απαντά κυρίως σε αρσ. και σπανιότερα σε θηλ. και ουδ. ονόματα. Το γένος τών λ. σε ίσκος ( ίσκη, ίσκον) καθορίζεται συνήθως από αυτό τών… … Dictionary of Greek