-
1 кустик
-а α.θαμνίσκος. || μτφ. τούφα, φούντα.
См. также в других словарях:
θαμνίσκος — θαμνίσκος, ό (Α) μικρός θάμνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάμνος + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. αμφορ ίσκος, λυκ ίσκος)] … Dictionary of Greek
θαμνίσκος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαμνίσκοις — θαμνίσκος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαμνίσκον — θαμνίσκος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαμνίσκου — θαμνίσκος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαμνίσκων — θαμνίσκος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαμνίσκῳ — θαμνίσκος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ίσκος — ίσκη, ίσκον (ΑΜ ίσκος, ίσκη, ίσκον) επίθημα ουσιαστικών τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται σε ΙE * isko και απαντά κυρίως σε αρσ. και σπανιότερα σε θηλ. και ουδ. ονόματα. Το γένος τών λ. σε ίσκος ( ίσκη, ίσκον) καθορίζεται συνήθως από αυτό τών… … Dictionary of Greek