-
21 βίος
βίος, ὁ, das Leben; eigentlich Nebenform von βία, die Lebenskraft, die Stärke; vgl. ζάλος ζάλη, κύμβος κύμβη, πέτρος πέτρα, πλάνος πλάνη, πύλος πύλη, ὕδρος ὕδρα, χλόος χλόα, χνόος χνόη, χρόος χρόα, χύτρος χύτρα; αἶϑρος αἴϑρα, κοῖτος κοίτη, οἶμος οἴμη; χῶρος χώρα; σφαῖρος σφαῖρα; δραγμός δραγμή, δεσμός δεσμή oder δέσμη; ἄνδραχνος ἀνδράχνη, ἕσπερος ἑσπέρα, ϑάλαμος ϑαλάμη, κάλαμος καλάμη, στέφανος στεφάνη, χάραδρος χαράδρα. Bei Hom. βίος dreimal: Odyss. 15, 491 ἀνδρὸς δώματ' ἀφίκεο ἠπίου, ὃς δή τοι παρέχει βρῶσίν τε πόσιν τε ἐνδυκέως, ζώεις δ' ἀγαϑὸν βίον; 18, 254. 19, 127 εἰ κεῖνός γ' ἐλϑὼν τὸν ἐμὸν βίον ἀμφιπολεύοι, μεῖζόν κε κλέος εἴη ἐμὸν καὶ κάλλιον οὕτως. Bei den Folgenden: 1) das Leben, von Pind. an, bei Tragg., u. in Prosa überall. Nach den Gramm. von ζωή, dem bloßen Existiren eines Geschöpfes, so unterschieden, daß es nur das Leben vernünftiger Wesen bezeichnet; doch sagt Xen. Mem. 3, 11, 6 βίος φαλάγγων; Nicarch. 17 (XI, 397) ἡμιόνων; – Lebenszeit, Lebensdauer, im Ggstz von ϑάνατος; sehr gew. βίον ζῆν, διάγειν, διατελεῖν, διατρίβειν, διεξάγειν, διέρχεσϑαι; Ggstz τελευτᾶν; s. auch ἀποῤῥηγνύναι, ἀποψύχειν, ἐκλείπειν, ἐκπλῆσαι, καταστρέφειν, μεταλλάττειν; – ἐπὶ τοῠ σοῠ βίου, bei deinen Lebzeiten, Plat. Phaedr. 242 a; pleon. ζωῆς βίος Epinom. 982 a; Plut. Consol. Apoll. p. 350. – 2) das Leben u. Wirken, Lebensart, Lebenswandel, VLL. ἐπιτήδευμα; vgl. B. A. 30, der β. ϑαλάττιος, ῥητορικός aufführt; Arist Eth. Nic. 1, 5 βίος ἀπολαυστικός, πολιτικός, ϑεωρητικός; vgl. Plat. Legg. V, 733 d u. sonst; Gewerbe, D. Hal. 2, 28. – 3) Lebensunterhalt, ἐπηετανός Hes. O. 31; βίον ἔχειν 42; βίον καὶ πλοῠτον κτᾶσϑαι Eur. Suppl. 450; ἀπ' ἔργων ἀνοσίων Her. 8, 106; ἑτέρωϑεν Aeschin. 1, 195; βίον πορίζειν τινί Ar. Vesp. 706; ὁπόϑεν βίον ἕξει Plut. 534; βίον ποιεῖσϑαι ἐντεῦϑεν Thuc. 1, 5, davon leben; ἀπὸ γεωργίας Xen. Oec. 6, 11; ἀπὸ ϑαλάσσης ἔχειν Plut. Symp. 8, 8, 2; βίον συλλέγεσϑαι ἀπό τινος Plat. Legg. XI, 936 b; ἀγείρειν Theocr. 14, 40; ὁ βίος αὐτοῖς ἀπὸ τῆς ϑαλάττης Xen. Hell. 7, 1, 2; von Thieren, Mem. 3, 11, 6. – 4) bei Arist. u. bes. Sp., wie Luc. Tim. 4, 25 Hel. 1, 6, die Lebenden, die Welt; Gramm. ἐν u. παρὰ τῷ βίῳ, im gewöhnlichen Leben, vgl. B. A. 113, 25 καϑ' οὗ ὁ βίος τάσσει, der gew. Sprachgebrauch. – 5) Wohnort, βίους ἱδρύσαντο Dion. Hal. 1, 68. – 6) Lebensbeschreibung, Plut.
-
22 θαλαμηϊάδης
θαλαμηϊάδης, komische, von ϑαλάμη gebildete patronymische Form, als Beiwort des Thunfisches, Matro bei Ath. IV, 135 e.
-
23 ἀροτραῖος
ἀροτραῖος, vom Ackerland, ϑαλάμη ἀροτραίη Ant. Sid. 111 (VII, 209).
-
24 αροτραιος
-
25 θαλαμηπολος
Iἥ1) горничная, служанка Aesch.δαῖέ οἱ πῦρ γρηῢς Ἀπειραίη, θ. Εὐρυμέδουσα Hom. — развела ей (Навсикае) огонь старуха (вывезенная) из Эпира, служанка Эвримедуса
2) жрица Кибелы Anth.IIὅ1) супругπαῖς καὴ πατέρ θ. Soph. — сын-супруг и отец-супруг ( об Эдипе)
2) страж женских покоев, евнух Plut.3) жрец Кибелы Anth. -
26 магазин
магазинм 1, τό κατάστημα, τό μαγαζί:универсальный \магазин κατάστημα είδῶν νεωτερισμού· продовольственный \магазин κατάστημα τροφίμων рыбный \магазин τό ψαράδικο, τό Ιχθυοπωλείο· овощи́ой \магазин τό μανάβικο, τό λαχανοπωλεῖο· писчебумажный \магазин τό χαρτοπωλεῖο[ν]· книжный \магазин \магазин τό βιβλιοπωλεῖο[ν]· \магазин готового пла́тья κατάστημα ρουχισμοῦ· галантерейный \магазин τό κατάστημα είδῶν τουαλέτας, τό ψιλι-κατζήδικο· парфюмерный \магазин τό ἀρωματο-πωλεῖοΜ· ювелирный \магазин τό κοσμηματοπωλείο[ν], τό χρυσοχοεῖον табачный \магазин τό καπνοπωλεῖο· мебельный \магазин τό ἐπιπλοπω-λεῖο· цветочный \магазин τό ἀνθοπωλείο·2. (у. огнестрельного оружия) ἡ θαλάμη. -
27 магазиннын
магазин||нынприл:\магазиннынная винтовка τό ἐπαναληπτικό ὀπλο· \магазиннынная коробка воен. ἡ θαλάμη. -
28 θαλαμάν
-
29 θαλαμᾶν
-
30 θαλαμών
-
31 θαλαμῶν
-
32 θαλάμην
θᾱλάμην, θάλλωsprout: aor ind mid 1st sg (doric)θαλάμηlurkingplace: fem acc sg (attic epic ionic) -
33 θαλάμησι
-
34 θαλάμῃσι
-
35 θαλάμησιν
-
36 θαλάμῃσιν
-
37 chamber
[' eimbə]1) (a room.) δωμάτιο, θάλαμος2) (the place where an assembly (eg Parliament) meets: There were few members left in the chamber.) αίθουσα3) (such an assembly: the Upper and Lower Chambers.) τμήμα της Βουλής4) (an enclosed space or cavity eg the part of a gun which holds the bullets: Many pistols have chambers for six bullets.) θαλάμη•- chamber music -
38 магазин
-а α.1. μαγαζί, κατάστημα•продовольственный магазин κατάστημα τροφίμων•
промтоварный магазин εμπορικό κατάστημα•
магазин готового платья κατάστημα ετοίμων ενδυμάτων•
овощной магазин μανάβικο, οπωρολαχανοπωλείο.
2. παλ. από θήκη.3. θαλάμη (όπλου μηχανισμών κ.τ.τ.).4. συσκευή ηλεκτρικών μετρήσεων. -
39 незаряженный
κ. незаряженныйεπ. (για όπλο)• άδειος, χωρίς φυσίγγι (στην κάνη ή θαλάμη), μη οπλισμένος. -
40 патронник
-а α.θαλάμη όπλου.
См. также в других словарях:
θαλάμη — θαλάμη, η και θαλάμι, το ιού 1. φωλιά υδρόβιων ζώων, κυρίως του χταποδιού. 2. ρινική κοιλότητα. 3. το μέρος του όπλου στο οποίο μπαίνει η σφαίρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θαλάμη — lurkingplace fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλάμῃ — θαλάμη lurkingplace fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλάμη — η (AM θαλάμη) το θαλάμι, η τρύπα στην οποία ζουν υδρόβια ζώα («πουλύποδος θαλάμης έξελκομένοιο», Ομ. Οδ.) νεοελλ. κοίλωμα τών φορητών όπλων, καθώς και τών πυροβόλων, το οποίο χρησιμεύει για την υποδοχή τού βλήματος αρχ. 1. σπήλαιο, κοίλωμα τού… … Dictionary of Greek
θαλάμαι — θαλάμη lurkingplace fem nom/voc pl θαλάμᾱͅ , θαλάμη lurkingplace fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλαμᾶν — θαλάμη lurkingplace fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλαμῶν — θαλάμη lurkingplace fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλάμαις — θαλάμη lurkingplace fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλάμης — θαλάμη lurkingplace fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλάμῃσι — θαλάμη lurkingplace fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλάμῃσιν — θαλάμη lurkingplace fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)