Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

θαλάμη

  • 1 магазинный

    επ.
    του μαγαζιού, του καταστήματος•

    магазинный сторож φύλακας μαγαζιού.

    || που φέρει θαλάμη•

    - ая винтовка ή -ое ружьё επαναληπτικό όπλο•

    -ая коробка θαλάμη όπλου.

    Большой русско-греческий словарь > магазинный

  • 2 магазин

    магазин
    м 1, τό κατάστημα, τό μαγαζί:
    универсальный \магазин κατάστημα είδῶν νεωτερισμού· продовольственный \магазин κατάστημα τροφίμων рыбный \магазин τό ψαράδικο, τό Ιχθυοπωλείο· овощи́ой \магазин τό μανάβικο, τό λαχανοπωλεῖο· писчебумажный \магазин τό χαρτοπωλεῖο[ν]· книжный \магазин \магазин τό βιβλιοπωλεῖο[ν]· \магазин готового пла́тья κατάστημα ρουχισμοῦ· галантерейный \магазин τό κατάστημα είδῶν τουαλέτας, τό ψιλι-κατζήδικο· парфюмерный \магазин τό ἀρωματο-πωλεῖοΜ· ювелирный \магазин τό κοσμηματοπωλείο[ν], τό χρυσοχοεῖον табачный \магазин τό καπνοπωλεῖο· мебельный \магазин τό ἐπιπλοπω-λεῖο· цветочный \магазин τό ἀνθοπωλείο·
    2. (у. огнестрельного оружия) ἡ θαλάμη.

    Русско-новогреческий словарь > магазин

  • 3 магазиннын

    магазин||нын
    прил:
    \магазиннынная винтовка τό ἐπαναληπτικό ὀπλο· \магазиннынная коробка воен. ἡ θαλάμη.

    Русско-новогреческий словарь > магазиннын

  • 4 chamber

    [' eimbə]
    1) (a room.) δωμάτιο, θάλαμος
    2) (the place where an assembly (eg Parliament) meets: There were few members left in the chamber.) αίθουσα
    3) (such an assembly: the Upper and Lower Chambers.) τμήμα της Βουλής
    4) (an enclosed space or cavity eg the part of a gun which holds the bullets: Many pistols have chambers for six bullets.) θαλάμη
    - chamber music

    English-Greek dictionary > chamber

  • 5 магазин

    α.
    1. μαγαζί, κατάστημα•

    продовольственный магазин κατάστημα τροφίμων•

    промтоварный магазин εμπορικό κατάστημα•

    магазин готового платья κατάστημα ετοίμων ενδυμάτων•

    овощной магазин μανάβικο, οπωρολαχανοπωλείο.

    2. παλ. από θήκη.
    3. θαλάμη (όπλου μηχανισμών κ.τ.τ.).
    4. συσκευή ηλεκτρικών μετρήσεων.

    Большой русско-греческий словарь > магазин

  • 6 незаряженный

    κ. незаряженный
    επ. (για όπλο)• άδειος, χωρίς φυσίγγι (στην κάνη ή θαλάμη), μη οπλισμένος.

    Большой русско-греческий словарь > незаряженный

  • 7 патронник

    α.
    θαλάμη όπλου.

    Большой русско-греческий словарь > патронник

  • 8 chamber

    1) θαλάμη
    2) θάλαμος
    3) κοιλότητα

    English-Greek new dictionary > chamber

  • 9 nest

    1) θαλάμη
    2) φωλιά
    3) φωλιάζω

    English-Greek new dictionary > nest

См. также в других словарях:

  • θαλάμη — θαλάμη, η και θαλάμι, το ιού 1. φωλιά υδρόβιων ζώων, κυρίως του χταποδιού. 2. ρινική κοιλότητα. 3. το μέρος του όπλου στο οποίο μπαίνει η σφαίρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θαλάμη — lurkingplace fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλάμῃ — θαλάμη lurkingplace fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλάμη — η (AM θαλάμη) το θαλάμι, η τρύπα στην οποία ζουν υδρόβια ζώα («πουλύποδος θαλάμης έξελκομένοιο», Ομ. Οδ.) νεοελλ. κοίλωμα τών φορητών όπλων, καθώς και τών πυροβόλων, το οποίο χρησιμεύει για την υποδοχή τού βλήματος αρχ. 1. σπήλαιο, κοίλωμα τού… …   Dictionary of Greek

  • θαλάμαι — θαλάμη lurkingplace fem nom/voc pl θαλάμᾱͅ , θαλάμη lurkingplace fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλαμᾶν — θαλάμη lurkingplace fem gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλαμῶν — θαλάμη lurkingplace fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλάμαις — θαλάμη lurkingplace fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλάμης — θαλάμη lurkingplace fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλάμῃσι — θαλάμη lurkingplace fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλάμῃσιν — θαλάμη lurkingplace fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»