Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

θαλερός

См. также в других словарях:

  • θαλερός — stout masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλερός — ή, ό και ά, ό (AM θαλερός, ά, όν) 1. αυτός που θάλλει, ο ανθηρός («θαλερό φυτό») 2. ο γεμάτος ζωντάνια, ο ζωηρός, ο ακμαίος (α. «θαλερά γηρατειά» β. «θαλερός πόσις εὔχομαι εἶναι», Ομ. Ιλ.) μσν. νεαρός αρχ. 1. γενναίος, ρωμαλέος 2. πυκνός, άφθονος …   Dictionary of Greek

  • θαλερός — ή, ό 1. ανθηρός, δροσερός: Θαλερή φύση. – Θαλερό δέντρο. 2. ακμαίος, σφριγηλός: Θαλερά νιάτα. – Παρά την ηλικία του είναι ακόμη θαλερός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θαλερά — θαλερός stout neut nom/voc/acc pl θαλερά̱ , θαλερός stout fem nom/voc/acc dual θαλερά̱ , θαλερός stout fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλερώτερον — θαλερός stout adverbial comp θαλερός stout masc acc comp sg θαλερός stout neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλερῶν — θαλερός stout fem gen pl θαλερός stout masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλερόν — θαλερός stout masc acc sg θαλερός stout neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλεραῖς — θαλερός stout fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλεραί — θαλερός stout fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλεροῖο — θαλερός stout masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλεροῖς — θαλερός stout masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»