-
1 θαλασσομέδων
θαλασσομέδωνlord of the sea: masc nom sg -
2 θαλασσομέδων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θαλασσομέδων
-
3 θαλασσομέδων
θαλασσο-μέδων, ὁ, Meerbeherrscher, Poseidon -
4 θάλασσα
Aθάλασσα 22.236
(338/7 B.C.)), ἡ: — sea, Il.2.294, etc.: freq. of the Mediterranean sea, ἥδε ἡ θ. Hdt.1.1, 185, 4.39, etc.; ἡ παρ' ἡμῖν θ. Pl.Phd. 113a;ἡ θ. ἡ καθ' ἡμᾶς Plb.1.3.9
; ἡ ἐντὸς καὶ κ. ἡ. λεγομένη θ. Str.2.5.18; ἡ ἔσω θ. Arist.Mu. 393b29; ἡ ἔξω θ., of the Ocean, Id.Mete. 350a22; ἡ Ἀτλαντικὴ θ. Id.Mu. 392b22; ἡ μεγάλη θ. Plu.Alex.73; of a salt lake, Arist.Mete. 351a9;ἐς θάλασσαν τὴν τοῦ Εὐξείνου πόντου Hdt.2.33
;πέλαγος θαλάσσης A.R.2.608
; κατὰ θάλασσαν by sea, opp. πεζῇ, Hdt.5.63; opp. κατὰ γῆς, Th.7.28 codd.; κατά τε γῆν καὶ κατὰ θ. Pl.Mx. 241a;χέρσον καὶ θ. ἐκπερῶν A.Eu. 240
; τῆς θ. ἀνθεκτέα ἐστί one must engage in maritime affairs, Th.1.93; οἱ περὶ τὴν θ. sea-faring men, Arist.HA 598b24, cf. Pol. 1291b20;θ. καὶ πῦρ καὶ γυνὴ—τρίτον κακόν Men.Mon. 231
, cf. 264: metaph., κακῶν θ a sea of troubles, A.Th. 758 (lyr.); ὁ Κρὴς τὴν θ. (sc. ἀγνοεῖ), of pretended ignorance, Suid.2 sea-water, ἔστω ἐν χαλκῷ ἡ θ. Hp.Coac. 427, cf. Diph.Siph. ap. Ath.3.121d, Moschio ib.5.208a, Plb.16.5.4, Dsc.2.83.3 well of salt water, said to be produced by a stroke of Poseidon's trident, in the Acropolis at Athens, Hdt.8.55;θ. Ἐρεχθηΐς Apollod.3.14.1
.6 θ. κοίλη wooden theatre, Paus.Gr.Fr.208 (= Com.Adesp.864).—For the [dialect] Lacon. form σάλασσα, v. θαλασσομέδων.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θάλασσα
См. также в других словарях:
θαλασσομέδων — θαλασσομέδων, ό (Α) ο κύριος τής θάλασσας, ο θεός τής θάλασσας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + μέδων «κυρίαρχος, κύριος»] … Dictionary of Greek
θαλασσομέδων — lord of the sea masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-θαλασσ(ο) — πρώτο συνθετικό λέξεων που προσδίδει στο δεύτερο συνθετικό τη σημασία: α) σχέσης με τη θάλασσα («θαλασσόλυκος», «θαλασσασφάλεια» β) δοκιμασιών, βασάνων («θαλασσοπνίγομαι», «θαλασσοδέρνω») γ) αναστάτωσης, ταραχής («θαλασσοποιώ»). ΣΥΝΘ. (Α… … Dictionary of Greek