Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

θαλαμηπόλος

См. также в других словарях:

  • θαλαμηπόλος — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλαμηπόλος — ο, η (AM θαλαμηπόλος, ό, ή) αυτός ή αυτή που υπηρετεί στα ιδιαίτερα διαμερίσματα τής κυρίας βασιλικού ή αρχοντικού σπιτιού και τη βοηθάει στο ντύσιμο, στον καλλωπισμό της κ.λπ. νεοελλ. ο καμαρότος πλοίου, ο υπεύθυνος για τη φροντίδα τών χώρων… …   Dictionary of Greek

  • θαλαμηπόλος — ο, η ου, καμαριέρης: Ανέλαβε καθήκοντα θαλαμηπόλου σε κρουαζιερόπλοιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θαλαμηπόλοις — θαλαμήπολος attendant in a lady s chamber fem dat pl θαλαμηπόλος fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλαμηπόλου — θαλαμήπολος attendant in a lady s chamber fem gen sg θαλαμηπόλος fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλαμηπόλους — θαλαμήπολος attendant in a lady s chamber fem acc pl θαλαμηπόλος fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλαμηπόλων — θαλαμήπολος attendant in a lady s chamber fem gen pl θαλαμηπόλος fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλαμηπόλῳ — θαλαμήπολος attendant in a lady s chamber fem dat sg θαλαμηπόλος fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλαμηπόλε — θαλαμηπόλος fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλαμηπόλοι — θαλαμηπόλος fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλαμηπόλον — θαλαμηπόλος fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»