-
1 θέτης
θέτηςone who places: masc nom sg -
2 θέτης
III adoptive father of a child, Did. ap. Harp. -
3 θέτην
θέτηςone who places: masc acc sg (attic epic ionic) -
4 θέτου
θέτηςone who places: masc gen sg -
5 θέτω
θέτηςone who places: masc gen sg (attic epic ionic)τίθημιp: aor imperat act 3rd sg -
6 θέτ'
θέτα, θέτηςone who places: masc voc sgθέτα, θέτηςone who places: masc nom sg (epic)θέται, θέτηςone who places: masc nom /voc plθέτᾱͅ, θέτηςone who places: masc dat sg (doric aeolic)θέτε, τίθημιp: aor imperat act 2nd plθέται, τίθημιp: aor subj mid 3rd sg (epic)θέτο, τίθημιp: aor ind mid 3rd sg (homeric ionic) -
7 θετών
-
8 θετῶν
-
9 δεινοθέτης
A knave, Mosch.Fr.3.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δεινοθέτης
-
10 δικαιοθέτης
A Inscr.des tombeaux des rois 1836 (s.v.l.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δικαιοθέτης
-
11 θεσμοδότης
θεσμο-δότης, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεσμοδότης
-
12 κρεοθέτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρεοθέτης
-
13 λογοθέτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λογοθέτης
-
14 οἰωνοθέτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οἰωνοθέτης
-
15 παλαιοθέτης
πᾰλαιο-θέτης· παλαιοπράγμων, δραστήριος, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παλαιοθέτης
-
16 παραθέτης
A one who serves up dishes, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραθέτης
-
17 παρεμβολοθέτης
A one who fixes a camp, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρεμβολοθέτης
-
18 προσθέτης
A accelerating, Cat.Cod.Astr.7.119.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσθέτης
-
19 συνεπιθέτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνεπιθέτης
-
20 συνθέτης
A composer, writer, Pl.Lg. 722e, Gal.18(2).778;καλῶν ποιημάτων Phld.Po.5.35
; σ. ὀνομάτων, etc., D.H.Dem.36; σ. λόγων a prose- writer, like συγγραφεύς, opp. ποιητής, Paus.10.26.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνθέτης
- 1
- 2
См. также в других словарях:
θέτης — θέτης, ὁ, θηλ. θέτις (ΑΜ) [τίθημι] αυτός που υιοθετεί, που αναγνωρίζει ξένο παιδί ως δικό του αρχ. 1. αυτός που ορίζει κάτι («θέτης ὀνόματος» ο ονοματοθέτης) 2. αυτός που υποθηκεύει, που βάζει ενέχυρο … Dictionary of Greek
θέτης — one who places masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θετῶν — θέτης one who places masc gen pl θετός placed fem gen pl θετός placed masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέτην — θέτης one who places masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέτου — θέτης one who places masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέτω — θέτης one who places masc gen sg (attic epic ionic) τίθημι p aor imperat act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεσμοθέτης — ο, θηλ. θεσμοθέτις, ιδος (ΑΜ θεσμοθέτης, θηλ. θεσμοθέτις) αυτός που εισάγει και καθιερώνει θεσμούς ή που συντάσσει νόμους και επιβάλλει την τήρηση τους αρχ. 1. (το αρσ. πληθ.) οἱ θεσμοθέται οι έξι από τους εννέα ενιαυσιους άρχοντες τής αρχαίας… … Dictionary of Greek
θέτ' — θέτα , θέτης one who places masc voc sg θέτα , θέτης one who places masc nom sg (epic) θέται , θέτης one who places masc nom/voc pl θέτᾱͅ , θέτης one who places masc dat sg (doric aeolic) θέτε , τίθημι p aor imperat act 2nd pl θέται , τίθημι p… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θημωνοθετώ — θημωνοθετῶ, έω (Α) τοποθετώ σε σωρό, θημωνιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θημών + θετώ (< θέτης < τίθημι), πρβλ. αγωνο θέτης, θεσμο θέτης] … Dictionary of Greek
ιεροθέτης — ἱεροθέτης, ὁ (Μ) αυτός που όριζε τις ιερές τελετές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + θέτης (< τίθημι), πρβλ. δικαιο θέτης, παλαιο θέτης] … Dictionary of Greek
κοσμοθέτης — κοσμοθέτης, ὁ (Α) ο κυβερνήτης τού κόσμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + θέτης (< τίθημι), πρβλ. αθλο θέτης, νομο θέτης] … Dictionary of Greek