-
21 ψηφοθέτης
A maker of tessellated pavements, Gloss.; written [full] ψηφοδ[έ]τας in Epigr.Gr. 532 ([place name] Perinthus):—hence [suff] ψηφο-θετέω, make such work, JRS 18.171 ([place name] Gerasa), Gloss.; and [suff] ψηφο-θέτημα, ατος, τό, the work itself, ib.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψηφοθέτης
-
22 ἀγωνοθέτης
A judge of the contests, president of the games, or (later) exhibitor of games, Hdt.6.127, And.4.26, Decr. ap.D.18.84, IG2.314 (iii B. C.), etc.2 generally, judge, X.An. 3.1.21;πολιτικῆς ἀρετῆς Aeschin.3.180
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγωνοθέτης
-
23 ἀθλοθέτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀθλοθέτης
-
24 ἀοιδοθέτης
A lyric poet, AP7.50 (Archim.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀοιδοθέτης
-
25 ἀστροθέτης
A one who classes the stars, Orph.H.64.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀστροθέτης
-
26 ἐκθέτης
A balcony, Sm.3 Ki.6.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκθέτης
-
27 ἐλαιοθέτης
A official who supplied oil, IG5(2).50 (Tegea, ii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐλαιοθέτης
-
28 ὀνοματοθέτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀνοματοθέτης
-
29 ὁροθέτης
A terminator, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁροθέτης
-
30 ὑμνοθέτης
A composer of hymns, lyric poet, Theoc. Ep.11, AP7.428.16 (Mel.), 12.257 (Id.); ὑ. στέφανος a garland of minstrelsy, ib.4.1.2, cf. 44 (Id.):—also [suff] ὑμνο-θετήρ, ῆρος, ὁ, EM177.25.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑμνοθέτης
- 1
- 2
См. также в других словарях:
θέτης — θέτης, ὁ, θηλ. θέτις (ΑΜ) [τίθημι] αυτός που υιοθετεί, που αναγνωρίζει ξένο παιδί ως δικό του αρχ. 1. αυτός που ορίζει κάτι («θέτης ὀνόματος» ο ονοματοθέτης) 2. αυτός που υποθηκεύει, που βάζει ενέχυρο … Dictionary of Greek
θέτης — one who places masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θετῶν — θέτης one who places masc gen pl θετός placed fem gen pl θετός placed masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέτην — θέτης one who places masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέτου — θέτης one who places masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέτω — θέτης one who places masc gen sg (attic epic ionic) τίθημι p aor imperat act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεσμοθέτης — ο, θηλ. θεσμοθέτις, ιδος (ΑΜ θεσμοθέτης, θηλ. θεσμοθέτις) αυτός που εισάγει και καθιερώνει θεσμούς ή που συντάσσει νόμους και επιβάλλει την τήρηση τους αρχ. 1. (το αρσ. πληθ.) οἱ θεσμοθέται οι έξι από τους εννέα ενιαυσιους άρχοντες τής αρχαίας… … Dictionary of Greek
θέτ' — θέτα , θέτης one who places masc voc sg θέτα , θέτης one who places masc nom sg (epic) θέται , θέτης one who places masc nom/voc pl θέτᾱͅ , θέτης one who places masc dat sg (doric aeolic) θέτε , τίθημι p aor imperat act 2nd pl θέται , τίθημι p… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θημωνοθετώ — θημωνοθετῶ, έω (Α) τοποθετώ σε σωρό, θημωνιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θημών + θετώ (< θέτης < τίθημι), πρβλ. αγωνο θέτης, θεσμο θέτης] … Dictionary of Greek
ιεροθέτης — ἱεροθέτης, ὁ (Μ) αυτός που όριζε τις ιερές τελετές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + θέτης (< τίθημι), πρβλ. δικαιο θέτης, παλαιο θέτης] … Dictionary of Greek
κοσμοθέτης — κοσμοθέτης, ὁ (Α) ο κυβερνήτης τού κόσμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + θέτης (< τίθημι), πρβλ. αθλο θέτης, νομο θέτης] … Dictionary of Greek