-
1 θέσφατ'
θέσφατα, θέσφατοςspoken by God: neut nom /voc /acc plθέσφατε, θέσφατοςspoken by God: masc /fem voc sg -
2 θεσφατίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεσφατίζω
-
3 θέσφατος
A spoken by God, decreed, ;ἥκει θ. βίου τελευτή S.OC 1472
: mostly in phrase θέσφατόν ἐστι, it is ordained,ὣς γὰρ θ. ἐστι Il.8.477
, cf. E.IA 1556: c. dat. pers. et inf.,σοὶ δ' οὐ θ. ἐστι.. θανέειν Od.4.561
, cf. 10.473, Pi.P.4.71, Orac.in Ar. Pax 1073; soεἴ τι θ. πατρὶ.. ἱκνεῖθ', ὥστε πρὸς παίδων θανεῖν S.OC 969
.2 Subst. θέσφατα, τά, divine decrees, oracles, Od.11.151, 297; παλαίφατα θ. 13.172, cf. Pi.I.8(7).34: sg., E.IT 121.II generally, wonderful, mighty,ἀήρ Od.7.143
.—Cf. θεσπέσιος, θέσκελος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θέσφατος
См. также в других словарях:
θέσφατ' — θέσφατα , θέσφατος spoken by God neut nom/voc/acc pl θέσφατε , θέσφατος spoken by God masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξαιρώ — (AM ἐξαιρῶ, έω) [αιρώ] 1. βγάζω από μέσα, αφαιρώ 2. δεν συμπεριλαμβάνω με άλλους, αποκλείω («τὰς μητέρας ἐξελόντες», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. για ειδικούς λόγους απαλλάσσω ή αποκλείω κάποιον από καθήκον ή δικαίωμα («ο νόμος εξαιρεί τα παιδιά τών… … Dictionary of Greek
λαχανηλόγος — λαχανηλόγος, ὁ (Α) αυτός που μαζεύει λαχανικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάχανον + λόγος. Το συνδετικό φωνήεν η αντί τού αναμενόμενου ο πιθ. αναλογικά προς άλλα σύνθ. με β συνθετικό ηλόγος (πρβλ. θεσφατ ηλόγος)] … Dictionary of Greek