-
1 θάλε
θάλλωsprout: aor imperat act 2nd sgθάλλωsprout: aor ind act 3rd sg (homeric ionic) -
2 θάλλω
θάλλω, Hes.Op. 173, h.Cer. 402, etc.: [tense] aor.1 ἔθηλα ([etym.] ἀν-) Ael.NA2.25, 9.21: [tense] aor. 2Aθάλε h.Hom.19.33
; , Ep.Phil. 4.10: [tense] pf. τέθηλα, in Hom. only part. in [tense] pres. sense τεθηλώς, [dialect] Ep. fem. τεθᾰλυῖα, and [ per.] 3sg. [tense] plpf.τεθήλει Od.5.69
; [ per.] 3sg. ind. , Emp.77, S.Ph. 259; [dialect] Aeol. and [dialect] Dor.τέθᾱλα Sapph.Supp.25.12
, Pi.Fr.129.5, B.9.40, IG3.171; subj. τεθήλῃ Epigr. ap. Pl.Phdr. 264d; inf. ; part. τεθᾱλώς prob. in A.Supp. 107(lyr.):—[voice] Pass., [tense] fut. θᾰλήσομαι ([etym.] ἀνα-) AP7.281 (Heraclid.): (cf. θηλέω):—sprout, grow, thrive, esp. of fruit-trees,ἐρινεὸς.. φύλλοισι τεθηλώς Od.12.103
; τεθήλει δὲ σταφυλῇσι, of a vine, 5.69; ἄνθεσι γαῖα θάλλει h.Cer.l.c.; <δένδρεα> τέθηλε καρπῶν ἀφθονίῃσι Emp.77
;ὦ χρυσέᾳ κόμᾳ θάλλων Λοξία Pi.I.7(6).49
;πώγωνι θάλλων S.Ichn.358
: abs.,καρπὸν τρὶς ἔτεος θάλλοντα Hes.Op. 173
; (lyr.), etc.: freq. in [tense] pf. part., as Adj., luxuriant,τεθαλυῖά τ' ὀπώρη Od.11.192
;τεθαλυῖά τ' ἀλωή 6.293
: also, c. acc. cogn., οὐ δένδρε' ἔθαλλεν χῶρος the place grew no trees, Pi.O.3.23, cf. AP9.78 (s.v.l., Leon.); ἐν φύλλοισι θαλλούσης βίον ξανθῆς ἐλαίας (Dind. ἴσον) A.Pers. 616; simply, bloom, Thphr.HP1.1.2; but of σίκυοι, etc., .b of other natural objects, τεθαλυῖά τ' ἐέρση copious dew, Od. 13.245; ῥάχιν τεθαλυῖαν ἀλοιφῇ rich with fat, Il.9.208, cf. Od.13.410; εἰλαπίνῃ τεθαλυίῃ at a sumptuous feast, 11.415.2 of persons, states or conditions, bloom,θ. ἁπαλὸν χρόα Archil.100
; thrive, flourish,Εἰρήνη τεθαλυῖα Hes.Th. 902
; θάλλοισα εὐδαιμονία, ἀρετά, Pi.P. 7.19, I.5(4).17;πατρὸς θάλλοντος S.Ant. 703
, cf. Ph. 420, etc.; ζῶν καὶ θάλλων alive and prosperous, Id.Tr. 235; ζῇ καὶ θάλλει [ἡ παίδευσις] Antipho Soph.60;θάλε πόθος h.Hom.19.33
;Ἔρως ἐπὶ Χαλκιδέων θάλλει πόλεσιν Carm.Pop.44
;Ἔρως τότε μὲν θ. τε καὶ ζῇ, ὅταν εὐπορήσῃ, τότε δὲ ἀποθνῄσκει Pl.Smp. 203e
;θ. καὶ εὐδαιμονεῖ χώρα καὶ πόλις Id.Lg. 945d
: c. dat. modi,θάλλουσιν δ' ἀγαθοῖσι Hes.Op. 236
; ἀγλαΐῃ τεθαλυῖαι [δμῳαί] Id.Sc. 276; τοῖσι (sc. ἀνδράσι)τέθηλε πόλις Id.Op. 227
;πόλις ἐλευθερίᾳ τεθαλυῖα Simon.102
;θ. ἀρεταῖς Pi.O.9.16
;ἐλπίδι B.9.40
;εὐγενεῖ τέκνων σπορᾷ S.Ant. 1164
; ;δαίμων ἀφθίτῳ θ. βίῳ Critias25.17D.
;θ. ἐπὶ γυμνάδος ἔργοις Epigr.Gr.233
([place name] Chios).3 of disease and the like , in bad sense, to be fresh, active,ἡ δ' ἐμὴ νόσος ἀεὶ τέθηλε S.Ph. 259
; πήματα.. ἀεὶ θάλλοντα μᾶλλον ἢ καταφθίνοντα waxing, Id.El. 260;ἔρις θάλλει E.Ph. 812
(lyr.): c. dat.,ἀφροσύναις θάλλουσ' Ὕβρις B.14.58
.b τοῖσι αὐτοῖσιν ὅ τε σπλὴν θάλλει καὶ τὸ σῶμα φθίνει the spleen becomes swollen, Hp. Loc.Hom.24; also τεθηλός (in neutral sense) of the liver, Id.VM22.
См. также в других словарях:
θάλε — θάλλω sprout aor imperat act 2nd sg θάλλω sprout aor ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορεχθώ — ὀρεχθῶ, έω (Α) (αμφβλ. σημ.) 1. (για ζώο που σφάζεται) εκβάλλω τραχύ ήχο από τον λάρυγγα κατά την αγωνία τού θανάτου («βόες... ὀρέχθεον ἀμφὶ σιδήρῳ σφαζόμενοι», Ομ. Ιλ.) 2. (κατ άλλη ερμ.) εκτείνομαι, τεντώνομαι κατά την αγωνία τού θανάτου 3.… … Dictionary of Greek