-
1 ἴσος
ἴσος, η, ον, [dialect] Ep. [full] ἶσος and [full] ἔϊσος (v. infr.); Cret., Arc. [full] ϝίσϝος GDI 4998ii2, 4982.2, Schwyzer665, cf. γισγόν· ἴσον, Hsch.; later [full] ἵσος Schwyzer 708a (1) (Ephesus, iv B.C.), Tab.Heracl.1.175, etc.:—A equal in size, strength, or number, c. dat.,κύματα ἶσα ὄρεσσιν Od.3.290
, etc.; freq. of appearance, like,ἶσος ἀναύδῳ 10.378
;ἶσος Ἄρευι Sapph.91
(dub.); ἴσος θεοῖσιν Ead.2.1: freq.abs.,ἴσην.. βίην καὶ κῦδος Il.7.205
; ἶσον θυμὸν ἔχειν to be of like mind, 13.704, 17.720: neut. as Adv.,ἶσον ἐμοὶ φρονέουσα 15.50
; , cf. 21.315, etc.; ἴσος τινὶ τὸ μέγαθος, ὕψος, Hdt.2.32, 124; τὸ μῆκος, τὸ πλάτος, X.An. 5.4.32; ; ἴσα τὸν ἀ. Pl.R. 441c; ποτὴν ἴσον equal in flight of song, Alex.Aet.5.5; ἴσον, τό, copy of a document, PLond. 3.1222.5 (ii A.D.), etc.: with dat. pers. in place of an object of comparison, οὐ μὲν σοί ποτε ἶσον ἔχω γέρας (i.e. τῷ σῷ γέραϊ) Il.1.163; τοῖσδ' ἴσας ναῦς (i.e. ταῖς τῶνδε) E.IA 262(lyr.); : folld. by a relative word, ἐμοὶ ἴσον.., ὅσονπερ ὑμῖν the same to me as to you, Ar.Ec. 173;τὰ ἐκεῖ ἴσα, ὥσπερ τὰ ἐνθάδε Lys.19.36
codd. (fort. σᾶ) ; τὰ ἴσα ὅσαπερ.. Lex ap.D.23.44;ἴσον.. ὅπερ Pl.Erx. 405b
.2 repeated to denote equal relations, ἴσα πρὸς ἴσα tit for tat, Hdt.1.2;ταχθέντες ἴσοι πρὸς ἴσους S. Ant. 142
(anap.);ἴσους ἴσοισι.. ἀντιθείς E.Ph. 750
;ἴσα ἀντὶ ἴσων λαμβάνειν, ἐκδοῦναι Pl.Lg. 774c
; ἴσος ἴσῳ (sc. οἶνος ὕδατι) Cratin.184, Com.Adesp.107, etc.; κύλικος ἴσον ἴσῳ κεκραμένης (where ἴσον is adverbial) Ar.Pl. 1132;διδόναι γάλα καὶ οἶνον πίνειν ἴσον ἴσῳ Hp. Epid.2.5.1
: metaph., 'fairly blended',μηδὲν ἴσον ἴσῳ φέρων Ar.Ach. 354
.3 of persons, equal in rights,βούλεται ἡ πόλις ἐξ ἴσων εἶναι καὶ ὁμοίων Arist.Pol. 1295b25
; ἡ πολιτικὴ ἐλευθέρων καὶ ἴσων ἀρχή ib. 1255b20; τὸ κατ' ἀξίαν ἴ. ib. 1307a26, al.II equally divided or distributed,ἴση μοῖρα Il.9.318
; ἴση alone, one's equal share,μή τίς μοι ἀτεμβόμενος κίοι ἴσης Od.9.42
( ἴσσης cj. Fick, cf. ἴσσασθαι); τὴν ἴ. ἔχων Cratin.250
; οὐ μὴν ἴ. ἔτεισεν (sc. τίσιν) S.OT 810; ἄχρι τῆς ἴ. up to the point of equality, D.5.17: neut.,μὴ ἴσον νεῖμαι ἑκατέρῳ Pl.Prt. 337a
;οὐ μόνον ἴσον, ἀλλὰ καὶ πλέον ἔχειν Isoc.17.57
; οὐκ ἀνέξῃ δωμάτων ἔχων ἴσον καὶ τῷδε νεῖμαι; E.Ph. 547; τὰ ἴσα fair measure,τὰ ἴ. νέμειν Hdt. 6.11
; μὴ ἴσων ἕκαστον τυγχάνειν ἀλλὰ πλεονεκτεῖν, X.Cyr.2.2.20; προστυχεῖν τῶν ἴ. to obtain fair terms, S.Ph. 552; κἂν ἴσαι (sc. ψῆφοι) γένωνται equally divided, Ar.Ra. 685.2 based on equality of rights,ἴ. καὶ ἔννομος πολιτ εία Aeschin.1.5
; ; τὰ ἴ. equal rights, equality, freq. joined with τὰ ὅμοια orτὰ δίκαια, ὡς τῆς πολιτείας ἐσομένης ἐν τοῖς ἴ. καὶ ὁμοίοις X.HG7.1.45
;τῶν ἴ. καὶ τῶν δικαίων ἕκαστος ἡγεῖται ἑαυτῷ μετεῖναι ἐν τῇ δημοκρατίᾳ D.21.67
; οὐ μέτεστι τῶν ἴ. οὐδὲ τῶν ὁμοίων πρὸς τοὺς πλουσίους τοῖς λοιποῖς ib.112; τῶν ἴ. μετεῖχε τοῖς ἄλλοις ib.96; also ἡ ἴ. καὶ ὁμοία (sc. δίκη), τῆς ἴ. καὶ ὁμοίας μετέχειν Th.4.105
; ἐπ' ἴ. τε καὶ ὁμοίῃ on fair and equal terms, Hdt.9.7, ά, cf. Th.1.145; ἐπὶ τῇ ἴ. καὶ ὁμοίᾳ ib.27, cf. SIG312.27 (Samos, iv B.C.), OGI229.44 (Smyrna, iii B.C.), etc.: generally, just, fair, ἐκ ποίας ἴ. καὶ δικαίας προφάς εως; D.18.284.3 of persons, fair, impartial, S.Ph. 684(lyr.), OT 677;ἴ. δικαστής Pl.Lg. 957c
;ἴ. καὶ κοινοὶ ἀκροαταί D.29.1
, cf. 18.7;ἴ. καὶ κοινὸν δικαστήριον Id.7.36
;κοινοὺς μὲν.., ἴ. δὲ μή Pl.Prt. 337a
;ἴ. ἴσθι κρινων Men.Mon. 266
, cf. 257;κριταὶ ἴ. καὶ δίκαιοι Plb.24.15.3
, etc.4 adequate,ἡ ἴ. φρουρά Th.7.27
(expld. by Sch. as regular, τεταγμένη) ; ἴσος τοῖςπαροῦσι Id.1.132
.III of ground, even, flat, εἰς τὸ ἴ. καταβαίνειν, of an army, X.An.4.6.18 (but ἐν ἴσῳ προσιέναι to advance with even step, ib.1.8.11); λέουσιν εἰς τὸ ἴ. καθιστάμενοι μάχεσθαι, opp. μετὰ πλεονεξίας ἀγωνίζεσθαι, on even terms, Id.Cyr.1.6.28; ἴ. τοῖχος, opp. κεκλικώς, perpendicular, Phlp.in APo.2.27.IV Adv. ἴσως (v. sub voc.): but also,1 neut. sg. and pl. from Hom. downwds. (v. sub init.), ἶσον.. ἀπήχθετο κηρὶ μελαίνῃ even as Death, Il.3.454; ἶσον ἐμοὶ βασίυε be king like me, 9.616; ἶσον γάρ σε θεῷ τίσουσιν Ἀχαιοί ib. 603;ἶσον ἐμῇ κεφαλῇ 18.82
;τὸν.. ἶσα θεῷ.. εἰσορόωσιν Od.15.520
;ἶσα φίλοισι τέκεσσι Il.5.71
, cf. 13.176, Od.1.432, 11.304, etc.: later abs., alike, ; : c. dat.,ἴσον ναοῖς θεῶν E.Hel. 801
; ἴσον ἄπεσμεν τῷ πρίν equally as before, Id.Hipp. 302 (v.l. τῶν πρίν); ἴσα τοῖς πάνυ D.C.Fr.70.6
; ἴσα καί.. like as, as if, S.OT 1187(lyr.), E.El. 994 (anap.), Th.3.14; ; ὥσπερ .. S.El. 532;ὥστε.. E.Or. 882
;ἅτε.. Id.HF 667
(lyr.);ὅσονπερ.. D.15.1
.2 with Preps.: ἀπὸ τῆς ἴσης equally, Th.1.15;ὁ ἀπὸ τῆς ἴ. ἐχθρός Id.3.40
;ἀπ' ἴσης εἶναι D.14.6
; (Teos, iii B.C.);δι' ἴσου D.C.43.37
; at equal distance, Pl.R. 617b: also in Math., ex aequali, of proportions, Euc.5 Def.17, al.; δι' ἴ. ἐν τεταραγμένῃ ἀναλογίᾳ ex aequali in disturbed proportion, Archim. Sph.Cyl.2.4,al., Papp.932.11; ἐν ἴσῳ equally, Th.2.53, 4.65; ἐν ἴσῳ ἐστί it matters not, E.IA 1199;ἐν ἴσῳ [ἐστὶ] καὶ εἰ.. Th.2.60
;ἐν τῷ ἴσῳ εἶναι Id.4.10
; : more freq.ἐξ ἴσου Hdt.7.135
, S.OT 563, etc.;ἐξ ἴ. τινί Id.Ant. 516
, 644, Antipho 5.1, Pl.Grg. 517a; evenly,εὐθεῖα γραμμή ἐστιν ἥτις ἐξ ἴ. τοῖς ἐφ' ἑαυτῆς σημείοις κεῖται Euc. 1
Def.4;ἐξ ἴ. καὶ.. S.OC 254
;ὡς.. Id.OT61
; οἱ ἐξ ἴ. persons of equal station, Pl.Lg. 777d, cf. 919d;ὁ ἐξ ἴ. κίνδυνος Plb.9.4.4
;ἐκ τοῦ ἴ. γίγνεσθαί τινι Th.2.3
;τοῖς ἐκ τοῦ ἴσου ἡμῖν οὖσι X.Hier.8.5
; ; ἐκ τοῦ ἴ. μάχεσθαι to be evenly matched, X.HG2.4.16;ἐξ ἴ. πολεμεῖν D.8.47
; κατὰ μῆνα τὸ αἱροῦν ἐξ ἴ. the sum due in equal monthly instalments, PAmh.2.92.14, etc.; ἐπὶ orἐπ' ἴσης, ἐπὶ ἴ. διαφέρειν τὸν πόλεμον Hdt.1.74
;τοῦτο ἐπ' ἴσης ἔχει Id.7.50
, cf. S.El. 1062(lyr.), etc.;ἐπ' ἴσου Plb.1.18.10
;ἐπ' ἴσον Id.6.38.4
, cf. Docum. ap. D.18.106, Phld.Ir.p.21 W.;ἐπὶ ἶσα μάχη τέτατο Il.12.436
; cf.κατὰ ἶσα μάχην ἐτάνυσσε 11.336
;κατ' ἴσον Dsc.1.68.6
, Gal.UP1.19; μετ' ἴσου equally, Demetr.Lac.Herc.124.12.V [comp] Comp. , Th.8.89, X.HG7.1.14: [comp] Sup. ἰσότατος Timo 68;ἰσαίτατος Ph.1.462
. Adv.ὡς ἰσαίτατα Pl.Lg. 744c
, butὡς ἰσότατα SIG531.30
([place name] Dyme). [[pron. full] ῑ in early [dialect] Ep. (exc. Hes.Op. 752), cf. Sol.24.1: [pron. full] ῐ first in Thgn.678, Sapph.2.1 (but ἶσος Ead.91 s.v.l.), B. 5.46 (butἶσον 1.62
, Fr.2.2), and always in Pi. (exc. in compd. ῑσοδαίμων) and Trag. (A.Fr. 216 is dub. l.) exc. in compd. ῑσό-θεος (q.v.); dub. in ἰς-όνειρος. Both quantities are found in later poetry, sts. in same line,ἔχοισαν ἴσον κάτω, ἶσον ἄνωθεν Theoc.8.19
;πρέσβυν ἴσον κούροις, ἶσον ἁδόντα κόραις APl.4.309
.] -
2 ζίγγος
Grammatical information: ?Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations]Etymology: Onomatop.; s. Schwyzer 331. Acc. to v. Blumenthal IF 49, 179f. Macedonian and to Goth. siggwan `sing' etc. - Here prob. also ζιγγόω `drink' (Nicostr. Com. 38; Cilician). D'Arcy W. Thompson, CQ 40 (1946) 44 reads μυιῶν for ὁμοίων, and refers to Lat. zinzala `gnat'.Page in Frisk: 1,614Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ζίγγος
-
3 ἐπάγω
ἐπάγω [ᾰ],A bring on,οἷον ἐπ' ἦμαρ ἄγῃσι πατήρ Od.18.137
;ἐ. πῆμά τινι Hes.Op. 242
; ; ἐλεύθερον ἦμαρ Bacisap.Hdt.8.77;ἄτην ἐπ' ἄτῃ A.Ch. 404
(lyr.), cf. S.Aj. 1189 (lyr.);κινδύνους τινί Is.8.3
;πόλεμον ἐπὶ τὰς Θήβας Aeschin.3.140
;νόσους γῆράς τε ἐ. Pl. Ti. 33a
;πάθος ἐ. Hp.Morb.Sacr.3
.2 set on, urge on, as hunters do dogs, ἐπάγοντες ἐπῇσαν (sc. κύνας) Od.19.445, cf. X.Cyn.10.19:— in [voice] Med., ib.6.25.b lead on an army against the enemy,Ἄρη τινί A.Pers.85
(lyr.);τὴν στρατιήν Hdt.1.63
, cf.7.165;τὸ δεξιὸν κέρας Ar. Av. 353
;στρατόπεδον Th.6.69
;τινὰ ἐπί τινα Id.8.46
: intr., march against,τισί Plb.2.29.2
: abs., dub. in Luc.Hist.Conscr.21: metaph., Diph.44 (nisi leg. ἐπῇττε).3 lead on by persuasion, influence, Od.14.392, Th.1.107;ἐλπὶς ἥ σ' ἐπήγαγεν E.Hec. 1032
: c. inf., induce one to do, ib. 260, Isoc.14.63:—[voice] Pass.,οἷς ἐπαχθέντες ὑμεῖς D.5.10
(cod. S).4 bring in, invite as aiders or allies,τὸν Πέρσην Hdt.9.1
, cf. 8.112; τὸν Π. ἐπὶ τοὺς Ἕλληνας Epist. Phil. ap. D.12.7; (v. infr.11.2.5 bring to a place, bring in, S.Tr. 378, E.Ph. 905;ἅμαξαι.. τοὺς λίθους ἐπῆγον Th. 1.93
:—[voice] Med., draw in nourishment, of roots, Thphr.HP1.1.9:— [voice] Pass.,τροφὰ ἐπάγεται τῷ σώματι Ti.Locr.102b
.6 bring in, supply,ἐπιτήδεια Th.7.60
;τὰ ἐκ τῶν διωρύχων ἐ. νάματα Pl.Criti. 118e
;λίμνην.. εἰς τὴν ἅλμην Ephipp.5.12
: metaph.,ἐπάγει ἡ ψυχὴ τὸ ἓν ἄλλῳ Plot.6.9.1
.7 lay on or apply to one, ἐ. κέντρον πώλοις, of a charioteer, E.Hipp. 1194;ἐ. πληγὴν ἐπί τινα LXX Is.10.24
; ἐ. ζημίαν, = ἐπιτιθέναι, Luc.Anach.11; ἔπαγε τὴν γνάθον lay your jaws to it, Ar. V. 370; ἐ. τὴν διάνοιάν τινι apply it, Plu.Per.1.8 bring forward, ἐ. ψῆφον τοῖς ξυμμάχοις propose a vote to them, like ἐπιψηφίζειν ἐς.. Th.1.125, cf. 87; ψῆφος ἐπῆκτό τινι περὶ φυγῆς against him, X.An.7.7.57, cf. D.47.28;ἐ. ὅρκον τισί Paus.4.14.4
, cf.IG9(1).334.13 ([dialect] Locr.); also ἐ. δίκην, γραφήν τινι, bring a suit against one, Pl.Lg. 881e, D.18.150; γραφάς, εὐθύνας, εἰσαγγελίας ib.249;λεγέτω πρότερος ὁ ἐπάγων τὰν δίκαν Foed.Delph.Pell.1
A10;ἐ. αἰτίαν τινί D.18.141
;αἰτίαν ἐπήγαγέ μοι φόνου ψευδῆ Id.21.110
, cf.114.9 bring in over and above,παροψώνημα A.Ag. 1446
;τῷ λόγῳ τὸ ἔργον Plu.Lyc.8
:—[voice] Pass., τὸ ἐπαγόμενον φωνῆεν the vowel which follows, EM176.55; ὁ ἐ. ἀγών extraordinary, CIG 3491 ([place name] Thyatira).b intercalate days in the year, Hdt.2.4, D.S.1.50; αἱ ἐπαγόμεναι, with or without ἡμέραι, intercalated days, ib.13, Plu.2.355e, Inscr.Cypr.134 H., PStrassb.91.6, Vett.Val.20.26, 36.9, etc.10 in instruction or argument, lead on,τινὰς ἐπὶ τὰ μήπω γιγνωσκόμενα Pl.Plt. 278a
:—[voice] Pass.,ἐπαχθέντων αὐτῶν Aristox.Harm.p.23
M.b esp. in the Logic of Aristotle, teach or convince by induction,ἐπάγοντα ἀπὸ τῶν καθ' ἕκαστον ἐπὶ τὸ καθόλου καὶ τῶν γνωρίμων ἐπὶ τὰ ἄγνωστα Top.156a4
:—[voice] Pass., , cf.71a21,24: abs., συλλογιζόμενον ἢ ἐπάγοντα by syllogism or by induction, Rh.1356b8, cf. Top.157a21,al.;οὐδ' ὁ ἐπάγων ἀποδείκνυσιν APo.91b15
.c also ἐ. τὸ καθόλου bring forward, advance: hence, infer the general principle,τῇ καθ' ἕκαστα ἐπὶ τῶν ὁμοίων ἐπαγωγῇ ἐ. τὸ καθόλου Top.108b11
, cf. SE 174a34; so later, adduce the argument,ὅτι.. Alex.Aphr.
inSE6.2; conclude, infer, Arr.Epict.4.8.9.11 ἐ. τὴν κοιλίαν move the bowels, v.l. for ὑπ-, Dsc.4.157.II [voice] Med., bring to oneself, procure or provide for oneself,ἐκ θαλάσσης ὧν δέονται ἐπάξονται Th.1.81
, cf. 6.99: metaph., Ἅιδα φεῦξιν ἐ. devise, invent a means of shunning death, S. Ant. 362 (lyr.);τὴν τῶν ξυμμάχων δούλωσιν Th.3.10
;τῶν.. κακῶν ἐ. λήθην Men.467
.2 of persons, bring into one's country, bring in or introduce as allies (v. supr. 1.4), Hdt.2.108, Th.1.3, 2.68, 4.64,al.;οἰκιστὴν ἐ. Hdt.6.34
, cf. 5.67;ἐπιϝοίκους ἐ. Berl.Sitsb.1927.8
([dialect] Locr., v B. C.).3 μάρτυρας ποιητὰς ἐ. call them in as witnesses, Pl.R. 364c, cf. Lg. 823a, Arist.Metaph. 995a8; ἐ. ποιητὰς ἐν τοῖς λόγοις introduce by way of quotation, Pl.Prt. 347e;τὸν Ἡσίοδον μάρτυρα Id.Ly. 215c
; ἐ. μαρτύρια adduce testimonies, X.Smp.8.34;εἰκόνας ἐ. Id.Oec.17.15
;ὅρκον ἐ. πάντα τὰ ζῷα Porph.Abst.3.16
.4 bring upon oneself,νύκτα ἐν μεσημβρίᾳ Pl.Lg. 897d
;φθόνον X.Ap.32
;συμφορὰν ἐμαυτῷ Lys.4.19
;αὐθαίρετον αὑτοῖς δουλείαν D.19.259
;πράγματα Id.54.1
;ἑαυτοῖς δεστότην ἐ. τὸν νόμον Pl.Grg. 492b
;μητρυιὰν ἐ. κατὰ τῶν ἰδίων τέκνων D.S.12.12
.6 bring over to oneself, win over,τὸ πλῆθος Th.5.45
;τινὰ εἰς εὔνοιαν Plb.7.14.4
: c. acc. et inf., ἐ. τινὰς ξυγχωρῆσαι induce them to concede, Th.5.41. -
4 συμμνημονεύω
A remember at the same time,τῶν ὁμοίων Plu.2.460a
;ἵνα -σῃς τίνος μέρος εἶ M.Ant.9.22
:—[voice] Pass., Gal.18(2).327.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμμνημονεύω
-
5 ἄμαλλος
ἄμαλλος (A), ον,------------------------------------ἄμαλλος (B): πέρδιξ ([place name] Polyrrhenian), Hsch.:—also [full] ἄμαλλοι· φυτὰ σικύων ἢ τῶν ὁμοίων, Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄμαλλος
-
6 φρονηματίζομαι
A to become presumptuous, Arist.Pol. 1274a13; φρονηματισθέντες ἐκ τῶν ἔργων ib. 1341a30; πεφρονηματισμένοι διά τι ib. 1284b2, cf. D.S.5.24;ἐπὶ τοῖς γεγονόσι Plb.21.25.8
, D.S.9.2; c. dat.,νίκῃ Id.12.48
;πλῆθος τῶν -ισμένων ὡς ὁμοίων κατ' ἀρετήν Arist.Pol. 1306b28
; φ. ὅτι .. to get a notion that.., Sch.Theoc.14.48.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φρονηματίζομαι
См. также в других словарях:
Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
ομοιότητα — Δύο σχήματα χαρακτηρίζονται όμοια αν είναι δυνατό να καθοριστεί μεταξύ των σημείων τους μια αμφιμονοσήμαντη αντιστοιχία, η οποία διατηρεί τα σημεία που βρίσκοντα σε ευθεία, έτσι ώστε ο λόγος (έστω λ) μεταξύ δύο οποιωνδήποτε αντίστοιχων τμημάτων… … Dictionary of Greek
ομόλογος — η, ο (ΑΜ ὁμόλογος, ον) 1. αυτός που έχει τις ίδιες αναλογίες ή κοινά γνωρίσματα με κάποιον άλλον ή με κάτι άλλο, αντίστοιχος, ανάλογος, σύστοιχος, σύμμετρος («ομόλογα σχήματα» ή «ομόλογα σημεία» σχήματα ή σημεία τα οποία αντιστοιχούν το ένα προς… … Dictionary of Greek
όμοιος — α, ο (ΑΜ ὅμοιος, οία, ον, Α αττ. τ. ὁμοῑος, α, ον, επικ. τ. ὁμοίϊος, αιολ. τ. ὔμοιος, αρκαδικός τ. ὑμοῑος, α, ον) 1. αυτός τού οποίου τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα, όπως είναι το σχήμα, οι διαστάσεις ή οι ιδιότητες, είναι σχεδόν ίδια με τα… … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
ανθρωπολογία — Επιστήμη που εξετάζει τον άνθρωπο στο σύνολο των σωματικών χαρακτηριστικών του και των εκδηλώσεων της διανοητικότητάς του· όπως την όρισε o Μπιφόν, είναι η φυσική ιστορία του ανθρώπινου γένους. Η α. μελετά τον άνθρωπο –στο παρελθόν και στο παρόν … Dictionary of Greek
Ακάκιος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γιατρός (1ος αι. μ.Χ.). Είχε επινοήσει φάρμακο κατά της αιμόπτυσης. 2. Δάσκαλος της ρητορικής (4ος αι. μ.Χ.). Συγγραφέας του έργου Ωκύπους, που αποδόθηκε στον Λουκιανό. Σπούδασε στην Αθήνα αλλά καταγόταν από την… … Dictionary of Greek
Θαλής ο Μιλήσιος — (τέλη 7ου – αρχές 6ου αι. π.Χ.). Φιλόσοφος και μαθηματικός. Θεωρείται ο ιδρυτής της ιωνικής σχολής ή της σχολής της Μιλήτου, διότι έθεσε πρώτος το πρόβλημα της γενικής αρχής όλων των πραγμάτων, που για τον ίδιο ήταν το υγρό στοιχείο. Ως… … Dictionary of Greek
Εμπεδοκλής — (Ακράγαντας 495; – 435; π.Χ.). Προσωκρατικός φιλόσοσφος. Το έργο του είναι αρκετά γνωστό, χάρη στη διάσωση σημαντικών αποσπασμάτων από δύο ποιήματά του: Περί φύσεως και Καθαρμοί. Για τη ζωή του, αντίθετα, υπάρχουν ελάχιστα στοιχεία. Είναι βέβαιο… … Dictionary of Greek
κυνοκέφαλος — I (Cynocephalus). Γένος δερμοπτέρων θηλαστικών, μοναδικός αντιπρόσωπος της οικογένειας των κυνοκεφαλιδών. Πρόκειται για ζώα μήκους 34 42 εκ., χωρίς την ουρά, εφοδιασμένα με πτερυγοειδή μεμβράνη, η οποία είναι ενωμένη με τον λαιμό και τις δύο… … Dictionary of Greek