-
21 υδρόγειος σφαίρα
земjина топкаГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > υδρόγειος σφαίρα
-
22 küre
σφαίρα -
23 mermi
σφαίρα (όπλου), (top, roket) Οβίδα -
24 bullet
σφαίρα -
25 пуля
пу́л||яж ἡ σφαίρα, τό βόλι:трассирующая \пуля ἡ τροχιοδεικτική σφαίρα· шальная \пуля ἡ ἀδέσποτη σφαίρα· ◊ вылететь \пуляей φεύγω σά σφαίρα· отливать (лить) \пулян λεγω παραμύθια, λεγω ψέμ-ματα. -
26 σφαίρας
σφαί̱ρᾱς, σφαῖραball: fem acc plσφαί̱ρᾱς, σφαῖραball: fem gen sg (attic doric aeolic)σφαί̱ρᾱς, σφαῖραball: fem acc pl (ionic)σφαί̱ρᾱς, σφαῖραball: fem gen sg (attic doric ionic aeolic) -
27 пуля
-и θ.σφαίρα (όπλου), βολίδα, βόλι•пораженный -ей χτυπημένος με σφαίρα•
пуля смелого не бойтся παρμ. η σφαίρα τον παλικαρά δεν τον φοβάται, μη κάνεις τον παλικαρά στη σφαίρα.
εκφρ.отливать (лить) -и – (απλ.) καυχιέμαι, καυχησιολογώ, αραδιάζω ψέματα. -
28 простреливать
простреливатьнесов1. διατρυπώ μέ σφαίρα:\простреливать руку διατρυπώ μέ σφαίρα τό χέρι, τραυματίζομαι ἀπό σφαίρα στό χέρι·2. воен. πυροβολώ, βάλλω μέ πυρά:\простреливать ущелье βάλλω κατά τής χαράδρας. -
29 сфера
сфер||аж в разн. знач. ἡ σφαίρα/ ὁ κύκλος (окружение, среда):\сфера деятельности ἡ σφαίρα δράσεως· \сфера обслу́жи-вания ὁ τομέας ἐξυπηρέτησης τοῦ πλη-θυσμοδ· \сфера влияния полит ἡ σφαίρα ἐιτιρροής· высшие \сфераы οἱ ἀνώτεροι κύκλοι· быть в своей \сферае εἶμαι στον κύκλο μου. -
30 σφαίρη
σφαί̱ρη, σφαῖραball: fem nom /voc sg (epic ionic)——————σφαί̱ρῃ, σφαῖραball: fem dat sg (epic ionic)σφαί̱ρῃ, σφαῖραball: fem dat sg (epic ionic) -
31 сфера
-ы θ.1. σφαίρα•земная сфера η γήινη σφαίρα.
2. έκταση•сфера действие артиллерйй-ского огня ακτίνα δράσης των βλημάτων πυροβολικού.
3. τομέας.4. κύκλος, περιβάλλον•высшая сфера οι ανώτεροι κοινωνικοί κύκλοι.
5. μτφ. έκταση ενέργειας, δικαιοδοσίας, επίδρασης.εκφρ.сфера влияния – (πολιτ.) σφαίρα επιρροής. -
32 πάλλα
πάλλα, ἡ, der Ball, wie einige für σφαῖρα schon Od. 6, 115 lesen wollten; σφαῖρα ἐκ ποικίλων νημάτων πεποιημένη erkl. Hesych., also wie bei uns die Bälle zum Ballspielen gemacht.
-
33 sphaera
sphaera (spaera), ae, f. [st2]1 [-] sphère, globe, boule. [st2]2 [-] sphère céleste. [st2]3 [-] balle, paume. - [gr]gr. σϕαῖρα.* * *sphaera (spaera), ae, f. [st2]1 [-] sphère, globe, boule. [st2]2 [-] sphère céleste. [st2]3 [-] balle, paume. - [gr]gr. σϕαῖρα.* * *Sphaera, sphaerae, Latine dicitur globus. Ci. Toute chose ronde comme un esteuf, ou une boule, Une sphere. -
34 сфера
1. (о земном шаре, небесном своде) η σφαίρα 2. мат. η σφαίρα 3. (предел действия, распространения чего-л., область чего-л.) о τομέας, η έκταση 4. (окружение, среда, обстановка) о κύκλοςτο περιβάλλον5. -ы (круг лиц, объединённых общностью положения, знаний и т.п.) οι κύκλοι (πλ.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сфера
-
35 глобус
-
36 земной
земной γήινος \земной шар η γήινη (или υδρόγειο) σφαίρα* * *земно́й шар — η γήινη ( или υδρόγειο) σφαίρα
-
37 пуля
-
38 сфера
-
39 толкать
-
40 шар
См. также в других словарях:
σφαῖρα — ball fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαίρα — Γεωμετρικό σώμα, η επιφάνεια του οποίου είναι ο γεωμετρικός τόπος των σημείων που απέχουν εξίσου από ένα σημείο, το κέντρο. Ακτίνα είναι η σταθερή απόσταση του κέντρου από οποιοδήποτε σημείο της σφαιρικής επιφάνειας· χορδή, ένα τμήμα που έχει τα… … Dictionary of Greek
σφαίρα — η 1. βλήμα όπλου: Τον βρήκε μια σφαίρα στο κεφάλι. 2. (γεωμ.), είδος στερεού σώματος που όλα τα σημεία της επιφάνειάς του απέχουν εξίσου από το κέντρο. 3. μτφ., κάθε σώμα με σχήμα σφαιρικό: Γήινη σφαίρα. 4. περιοχή δράσης ή δικαιοδοσίας: Η Ελλάδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σφαίρα — σφαί̱ρᾱ , σφαῖρα ball fem nom/voc/acc dual σφαί̱ρᾱ , σφαῖρα ball fem nom/voc/acc dual (ionic) σφαί̱ρᾱ , σφαῖρα ball fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαίρᾳ — σφαί̱ρᾱͅ , σφαῖρα ball fem dat sg (attic doric aeolic) σφαί̱ρᾱͅ , σφαῖρα ball fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υδρόγειος σφαίρα — Το στερεό και το ρευστό μαζί τμήμα της Γης, χωρίς την ατμόσφαιρα. Το σχήμα της υ. είναι σχεδόν σφαιρικό, πιεσμένο στους πόλους και εξογκωμένο στον Ισημερινό (ελλειψοειδές). Εάν θεωρήσουμε ως βάση την επιφάνεια της θάλασσας, τότε το ψηλότερο… … Dictionary of Greek
σφαῖραι — σφαῖρα ball fem nom/voc pl σφαῖρα ball fem nom/voc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαῖραν — σφαῖρα ball fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημισφαίριο — Όρος που σημαίνει το ένα από τα δύο ίσα μέρη σφαίρας ή σφαιροειδούς σώματος. (Αστρον.) Είναι κάθε ένα από τα δύο ίσα μέρη στα οποία χωρίζει ο ουράνιος ισημερινός την ουράνια σφαίρα. Τα δύο αυτά μέρη λέγονται βόρειο και νότιο η., ενώ τα δύο η. στα … Dictionary of Greek
σφαιρικός — ή, ό / σφαιρικός, ή, όν, ΝΜΑ [σφαίρα] 1. αυτός που έχει σχήμα σφαίρας, σφαιροειδής («σφαιρικό σώμα») 2. αυτός που ανήκει στη σφαίρα, ο σχετικός με τη σφαίρα («σφαιρική επιφάνεια») νεοελλ. 1. μτφ. ολόπλευρος («έγινε σφαιρική αντιμετώπιση τού… … Dictionary of Greek
ουρανός — Για τον γήινο παρατηρητή, είναι ο ημισφαιρικός θόλος που φαινομενικά ορίζει το διάστημα και στον οποίο προβάλλονται κατά τη νύχτα οι ορατοί αστέρες. Ο. αποκαλείται και ό,τιδήποτε έχει το σχήμα του ουράνιου θόλου, όπως οροφή ή στέγη σε σχήμα θόλου … Dictionary of Greek